Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Η σύγχρονη κριτική πολιτισμική θεωρία αφετηριακά στηρίζεται στις
κατακτήσεις της αισθητικής της μοντέρνας τέχνης. Στη συνέχεια, επιδιώκει μια
το ίδιο σύγχρονη προσέγγιση της κοινωνίας και της ιστορίας. Κατά τρίτο, τέλος,
λόγο θεμελιώνεται στη διαλεκτική και κριτική φιλοσοφία και μεθοδολογία. Όμως η
σύγχρονη κριτική σκέψη, εκτός από τη διερεύνηση θεμάτων αισθητικής και
κοινωνικής θεωρίας ενταγμένων σε αυτή τη γενικότερη πολιτισμική προσέγγιση, θα
πρέπει να ασχοληθεί με έμφαση και με την κριτική ανάλυση και, ως εκ τούτου,
με την κριτική τοποθέτηση απέναντι σε μερικά οπισθοδρομικά φαινόμενα που
εμφανίστηκαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας 1990-90, τα περισσότερα από τα οποία
διατηρούνται εξάλλου ακόμη σε κάποιο βαθμό. Αυτά κύρια εκδηλώθηκαν στο χώρο της
τέχνης, της θεωρίας και της ιδεολογίας. Η κριτική προσέγγιση τους -που
επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα αποσύνθεσης των
πρωτοποριών, κοινωνικών και καλλιτεχνικών- επέβαλε με τη σειρά της ακόμη και τη
θυσία της αισθητικής μπροστά στην επείγουσα ανάγκη της κοινωνιολογικής
-πάντοτε στη φρανκφουρτιανή εκδοχή της- πρώτιστα θεώρησης τους. Χωρίς την
κοινωνιολογική κατά βάση προσέγγιση του μεταμοντερνισμού θα ήταν αδύνατη η
κατανόηση του «κοινωνικού περιεχομένου» και ακόμη λιγότερο του «περιεχομένου
αλήθειας» του, προϋποθέσεις που αν δεν ισχύουν και οι δύο συγχρόνως, σύμφωνα με
τον Αντόρνο, δεν νοείται η ύπαρξη της όποιας αισθητικής. Και στο βαθμό που η
φιλοσοφία δεν έχει νόημα αν δεν είναι κοινωνική φιλοσοφία, σύμφωνα με τον
Χορκχάϊμερ17, κατά τρόπο ανάλογο, όπως θα έλεγε και ο Ρικέρ18,
σήμερα δεν έχει νόημα η αισθητική, αν δεν είναι κοινωνική αισθητική. Και
αυτό, παρά τη διδασκαλία της μνημειώδους Αισθητικής θεωρίας19
του Αντόρνο, σε αντίθεση μάλιστα με τις αισθητίζουσες20 -για να
χρησιμοποιήσουμε ένα νεολογισμό- ερμηνείες (οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν
ακόμη και ως παρερμηνείες) της. Το κείμενο αυτό του Αντόρνο αποδίδει πράγματι
μια προτεραιότητα στην αυτονομία του μοντέρνου έργου τέχνης, και γενικότερα του
μοντέρνου αισθητικού φαινομένου, μεταθέτοντας την κοινωνική-(ολογική) ανάλυση
σε ένα δεύτερο επίπεδο. Αλλά εδώ επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις:
α) Ο Αντόρνο όχι μόνο δεν αναθεώρησε ρητά ή υπόρρητα την κοινωνική
φιλοσοφία της πρώιμης Σχολής της Φρανκφούρτης, αλλά και αντίθετα από ότι
υποστηρίζεται από μερικούς αναλυτές του την ενσωμάτωσε διαλεκτικά και κριτικά
στην αισθητική του θεώρηση, μετασχηματίζοντάς την έτσι σε μια άλλη και
μάλιστα νέα ποιότητα, με κυρία αναφορά το πράγματι μοντέρνο, δηλαδή το υπάρχον
τότε μοντέρνο και αυτόνομο έργο τέχνης. Από την άποψη αυτή, το τυπικό σύγχρονο
του παράδειγμα που χρησιμοποιεί είναι το έργο του Μπέκετ (καθώς και το έργο
των νεότερων αλλά και παλαιότερων πρωτοποριών).
β) Όταν πλέον αυτό το μοντέρνο και αυτόνομο αισθητικό-καλλιτεχνικό
παράδειγμα έπαψε να υπάρχει, και μάλιστα, ακόμη χειρότερα, όταν εμφανίζεται και
διαδίδεται με εξαιρετική ευκολία ο μεταμοντερνισμός που θέτει μετωπικά σε
αμφισβήτηση τις κατακτήσεις των πρωτοποριών και της μοντέρνας γενικότερα
τέχνης, το κρίσιμο πρόβλημα που τίθεται είναι: τί είδους αισθητική μπορεί να
γίνει;
Βέβαια, στη συνέχεια του Μπέκετ δεν έλειψαν τα μοντέρνα
παραδείγματα καλλιτεχνικού έργου, αν σκεφθούμε τον Μπέρνχαρντ, τον Σέρρα, τον
Μάρντεν, τον Νουβέλ και ίσως αρκετούς άλλους μεγάλους μοντέρνους δημιουργούς.
Αυτό που έγινε ήταν η υποχώρηση της μοντέρνας και κριτικής ιδεολογίας συνολικά,
που σε στενή σύνδεση με την υποχώρηση και του κοινωνικού κινήματος,
δημιούργησε την εντύπωση της παντοδυναμίας του μεταμοντερνισμού. Όμως τα
πράγματα έχουν αλλάξει αισθητά τα τελευταία χρόνια, σε τέτοιο βαθμό που το ριζοσπαστικό
πρόγραμμα συνολικής αλλαγής τείνει να ηγεμονεύσει και πάλι.
Η αισθητική στον 20ό αιώνα ήταν πάντοτε - και δεν μπορούσε
να μην ήταν, αλλά και ούτε θα μπορέσει ποτέ να γίνει διαφορετικά-
μια γενετική διαδικασία, μια διαδικασία γένεσης, δημιουργίας της θεωρίας που
άρμοζε και που συνδεόταν στενά με την αντίστοιχη διαδικασία δημιουργίας έργου
τέχνης. Ο μεταμοντερνισμός, όμως, όχι μόνο δεν δημιούργησε ποτέ μια παρόμοια
γενετική διαδικασία, αλλά και -ακόμη χειρότερα- ταυτίστηκε με τη συστηματική
διαδικασία αποδόμησης του μοντερνισμού. Κι αυτή η διαδικασία, εμφανώς πλέον
δεν οδήγησε στη δημιουργία κάποιου παρόμοιου ή άλλου ισάξιου έργου με το μοντέρνο,
ούτε εξάλλου κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, ούτε βέβαια καν πιθανό. Γενικότερα, ο
μεταμοντερνισμός δεν είχε, ούτε περιέκλειε κάποιο στοιχείο θετικότητας. Όμως η
δημιουργία μιας αισθητικής θεωρίας, και παρά τις αρνητικές συνιστώσες της, τη
βασικά αρνητική κριτική της διάσταση, τις αρνητικές συνεπαγωγές της κ.λ.π.,
όπως αυτή μορφοποιήθηκε από τον Αντόρνο στην Αισθητική θεωρία22,
στη συνέχεια της Αρνητικής διαλεκτικής23 και
σαφώς υπό τη βαθύτατη επίδραση της, είναι πρωταρχικά μια θετική πράξη. Είναι
μια πράξη δημιουργίας, και ως τέτοια είναι πάντοτε θετική. Μπορεί να
εμπεριέχει στοιχεία μιας βασικά αρνητικής κριτικής της τέχνης, της κουλτούρας
και της κοινωνίας και των μεταξύ τους σχέσεων στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού
ή ακόμη και να βασίζεται σε μια αρνητική διαλεκτική· όμως όπως και η
καλλιτεχνική δημιουργία γενικά και η μοντέρνα ειδικότερα ήταν μια
δημιουργική-θετική πράξη, έτσι κι αυτή (δηλαδή η αντορνική αισθητική) ήταν το
ίδιο δημιουργική, θετική. Από την άλλη, η
αισθητική με την τρέχουσα σημασία της λέξης του μεταμοντερνισμού, είναι
αντιδραστική με τριπλή έννοια: εκτός από απλό προϊόν άμεσης αντίδρασης απέναντι
στο μοντερνισμό - και από την άποψη αυτή ήδη κατακριτέα και απορριπτέα - είναι
συγχρόνως (και επομένως, ως αποτέλεσμα αυτής της στάσης σ' ένα μεγάλο βαθμό) δημιουργός
της ανιστορικής ψευδαίσθησης περί υποτιθέμενης ύπαρξης της δυνατότητας
διαγραφής μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου (: της μοντέρνας) και φαντασιακής
και μόνο (ή κυρίως) παλινόρθωσης προμοντέρνων αισθητικών και μορφολογικών
ιδιωμάτων. Ως εκ τούτου, είναι αντιδραστική, κατά τρίτο λόγο, και στο
ιδεολογικό επίπεδο. Η συστηματική αισθητική του μεταμοντερνισμού (δηλαδή με τη
φιλοσοφική σημασία της λέξης) είναι αδύνατη. Γιατί, σε τελική ανάλυση, τι
είδους αισθητική ήταν δυνατή (και χρησιμοποιούμε ιστορικό χρόνο, γιατί ο
μεταμοντερνισμός σαν ρεύμα δεν υφίσταται πλέον), όταν ένα καλλιτεχνικό ρεύμα
είναι προϊόν μόνο και μόνο άμεσων-αδιαμεσολάβητων σχέσεων; Και εδώ η αμεσότητα,
αν και χεγκελιανής προέλευσης, χάνει κάθε νόημα (δεδομένου ότι η αμεσότητα του
εμπειρικού κόσμου, δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων είναι αλλοτριωμένη και
πραγμοποιημένη και μάλιστα ολικά) είναι και αυτή (η αμεσότητα) αλλοτριωμένη και πραγμοποιημένη
και, σε κάθε περίπτωση, από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει στη χειραφέτηση.
Οπότε, τι νόημα έχει η αισθητική αμεσότητα της ολοκληρωμένης αλλοτρίωσης και
πραγμοποίησης όπως έλεγε ο Αντόρνο; Μία τέτοια θεωρητικοποίηση άλλωστε δεν έχει
εμφανιστεί από κανέναν, ούτε έχει εμφανιστεί από κανέναν κάποια τέτοια
αισθητική. Και μονολεκτικά: δεν είναι δυνατή η αισθητική των καταστροφέων (μόνο
και μόνο για την καταστροφή) της τέχνης και της κουλτούρας.
Η αισθητική προϋποθέτει έργο τέχνης, το οποίο δεν υπήρξε από το
μεταμοντερνισμό. Οπότε μ' αυτό το δεδομένο - και η διαπίστωση πρέπει να είναι
αυστηρή και ξεκάθαρη, γιατί δεν επιτρέπονται σε καμία περίπτωση ερασιτεχνισμοί
και οπορτουνισμοί κάθε είδους - προείχε, και από μια άποψη προέχει ακόμη, η
πριμοδότηση της κοινωνικής (-ολογικής) ανάλυσης. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε
ν’ αποκαλυφθεί το πρωτίστως κοινωνικά αλλά και ιδεολογικά αντιδραστικό
περιεχόμενο του μεταμοντερνισμού. Έτσι, μόνο η κοινωνιολογική ανάλυση, με την
έννοια που της προσδώσαμε πριν, μπορούσε να εργαστεί (και συνεχίζει να
εργάζεται) συνειδητά κριτικά, ώστε να κατορθώσει να συλλάβει το παραπέρα δυνατό
προχώρημα της σκέψης και της τέχνης, όσο ελάχιστο και αν θα ήταν αυτό. Και
μόνιμο ζητούμενο είναι πάντοτε το ξεπέρασμα. Διαφορετικά, δεν έχει
κανένα απολύτως νόημα ούτε η ανάλυση ούτε και η όποια κριτική. Στην αντίθετη
περίπτωση η μεν ανάλυση γίνεται για την ανάλυση, και οδηγεί αναπόφευκτα στην
ακαδημαϊκή φλυαρία και στην ακίνδυνη και απονευρωμένη επίσημη ανουσιολογία, η
δε κριτική γίνεται μόνο για την κριτική και οδηγεί στην κριτικολογία άνευ
αντικειμένου. Αντίθετα, μέσα σε συνθήκες γενικευμένης καταστροφής, η ριζοσπαστική
πεσιμιστική σκέψη προσπαθεί από κάπου να πιαστεί, ν' ανοίξει ένα μικρό
δρόμο, μια ρωγμή, μήπως τουλάχιστον σε μεθολογικό επίπεδο ανακαλύψει κάποια
διέξοδο. Από την άποψη αυτή, η επιμονή σε μία κατά λέξη και μεμονωμένη
ανάγνωση της Αισθητικής θεωρίας24 του Αντόρνο θα ήταν
ένας αθεράπευτος φορμαλισμός. Αλλά μήπως ο ίδιος ο Αντόρνο δεν έχει γράψει και
μάλιστα κατ' επανάληψη στο ίδιο κείμενο του, ότι οι μορφές της τέχνης έχουν
νόημα μόνο ως «κοινωνικά ιερογλυφικά»; Έτσι μπορεί να τεθεί το ερώτημα: από τα
μέσα ήδη της δεκαετίας του 1970, ποια αισθητική είναι δυνατή; Και γενικότερα:
ποιο είναι ή μπορεί να είναι το νόημα της σύγχρονης αισθητικής; Χωρίς να
μπαίνουμε εδώ σε λεπτομέρειες, αυτό το πρόταγμα είναι το βασικότερο από κάθε
άλλο και το επιτακτικότερο, συμφωνά με τον αριστερό χεγκελο-μαρξισμό. Δεν
υπάρχει βιβλίο του Αντόρνο ή του Λεβέφρ που να μην έχει υπογραμμιστεί αυτή η
υπέρτατη ανάγκη, η οποία συγχρόνως αποτελούσε και τη βασικότερη κατευθυντήρια
δύναμη της ίδιας της μοντέρνας δημιουργίας. Το ίδιο ισχύει και στον Γκολντμάν,
μόνο που εκεί το ξεπέρασμα συνδέεται στενά με τη θετικότητα25.
Με άλλους όρους, τίθεται επιτακτικά η ανάγκη του στοχασμού και του
αναστοχασμού σχετικά με τη δυνατότητα ακόμη και της ίδιας της ύπαρξης της
αισθητικής σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των τεχνών γενικά, και
ειδικότερα των πλαστικών τεχνών. Οι πλαστικές τέχνες υπερείχαν σαφώς έναντι των
άλλων τεχνών στη διάρκεια όλου του μοντέρνου κινήματος, αναφορικά με τη διαμόρφωση
νέων, κριτικών και ριζοσπαστικών αντιλήψεων, τόσο στο επίπεδο της μορφής όσο
και σ' αυτό, του υλικού. Εξάλλου ήταν στενά αυτά τα δύο επίπεδα, διαλεκτικά
συνδεδεμένα. Η υπεροχή μάλιστα αυτή, που έφτανε ακόμη και σε ηγεμονία26 και
προσδιόριζε πάντοτε αποφασιστικά τη στάση και των άλλων τεχνών (αν κανείς
σκεφτεί για παράδειγμα την αναλυτική του επιπέδου που εισήγαγε ο Σεζάν, τις
επιρροές της, τις επιδράσεις και τις συνεπαγωγές της, και που ήταν υπαρκές
όλες αυτές στο μοντέρνο κίνημα) με το μεταμοντερνισμό τέθηκε σε πλήρη
αμφισβήτηση. Κι αυτό γιατί ο μεταμοντερνισμός πριμοδότησε το συγκυριακό, το
ανορθόλογο, το θρυμματισμένο, το συνονθυλευματικό. Οπότε, τι αισθητική μπορεί
να υπάρξει δεδομένων όλων αυτών των αρνητικών καταστάσεων, οι οποίες στήριξαν την
κυριαρχία τους επί μια δεκαετία σ' αυταπάτες, στην επιφανειακότητα, στην
ευτέλεια, στο λαμπερό αλλά συγχρόνως κίβδηλο και, τέλος σε ιδεολογήματα τα
οποία ο μεταμοντερνισμός προσπάθησε να μετατρέψει σε ιδεολογία - ευτυχώς
βέβαια χωρίς επιτυχία.
Επειδή συνειδητοποιήσαμε την κρίσιμη σημασία του θέματος απ' όταν
άρχισε να διαδίδεται ο μεταμοντερνισμός (αρχές της δεκαετίας του 1980), έχουμε
ήδη εργαστεί πάνω σ' αυτό το θέμα και καταλήξαμε στο συμπέρασμα, ότι είναι
ανάγκη να αναπτυχθεί μια νέα μοντέρνα τέχνη, ένα νέο μοντέρνο πρόγραμμα
γενικότερα, ή ακόμη η νεο-ανθρωπιστική τέχνη27. Επιπρόσθετα, και
λόγω της σοβαρότητας του θέματος, επισημαίνουμε την ανάγκη ανασυγκρότησης του
μοντέρνου και ριζοσπαστικού
προγράμματος (νεο-μοντερνισμού) σε νέες βάσεις. Σήμερα
πλέον είναι ξεκάθαρο: Ο μεταμοντερνισμός στοιχειοθετήθηκε πάνω στις βάσεις
ενός ολοκληρωτικού αντιμοντερνισμού και στην ιδανικοποίηση της κατάργησης, της
διαγραφής κάθε μοντερνιστικής προοπτικής και τέλος, της άρνησης, της πολεμικής
ενάντια σε κάθε πρωτοποριακή στάση. Και η διάλυση από τα μέσα και από τα έξω
κάθε πρωτοποριακής και σύγχρονης καινοτόμας αντίληψης για την πλαστικότητα του
υλικού, της μορφής ή της γλώσσας (λογοτεχνικής, μουσικής κ.ά.) είχε - και
συνεχίζει εξάλλου να έχει ακόμη - ασύλληπτες επιπτώσεις στη σύγχρονη τέχνη, η
οποία σήμερα, μετά το σοκ του μετα-μοντερνισμού, αναζητά απεγνωσμένα και
εναγώνια να αυτοπροσδιοριστεί και πάλι. Αυτός μάλιστα ο αυτοπροσδιορισμός δεν
μπορεί παρά να περάσει μέσα από την κριτική επανεξέταση της αντίληψης για τη
μοντέρνα καινοτομία, η οποία είχε κυριαρχήσει κατά το πρώτο μισό του αιώνα
στις εικαστικές τέχνες. Δεν υπάρχει μάλιστα αμφιβολία ότι η καινοτομία αυτή
προσέλαβε ακόμη και ιστορικές διαστάσεις -μια ιστορική μοναδικότητα- στο βαθμό
που ανέδειξε, σύμφωνα με την Cauquelin, τη μοντέρνα
πλαστικότητα, σε στενή σύνδεση με τη ριζοσπαστική θώρηση του κόσμου των
πρωτοποριών, σε κεντρική όχι μόνο στον εικαστικό χώρο αλλά και ευρύτερα28.
Προσδιόρισε δηλαδή και μάλιστα μερικές φορές αποφασιστικά όλη τη σύγχρονη
προβληματική για την τέχνη, έτσι ώστε το μοντέλο των πλαστικών τεχνών ιδίως
μετά το μινιμαλισμό, να έχει γίνει βασικό για όλες τις μορφές τέχνης· να έχει
γίνει δηλαδή σημείο αναφοράς, έτσι ώστε να είναι αδύνατο να παρακαμφθεί. Μ’
αυτή την έννοια, έχει προσδιορίσει και
τη σύγχρονη προβληματική για την κουλτούρα (ή της
κουλτούρας)29.
Μπορεί όμως το πρόβλημα να τεθεί και διαφορετικά ως εξής: Στη
σημερινή εποχή που είναι μια εποχή παραγωγής και κυριαρχίας ειδικευμένων (και
τεχνικών) γνώσεων, μπορεί να υπάρξει μια αισθητική συνθετική και ορθολογική, η
οποία ακριβώς θ' αρνηθεί το μεταμοντέρνο κερματισμό; Αυτή η πάντοτε μοντέρνα -
τουλάχιστον μοντέρνων προθέσεων, με τη χαμπερσιανή30 έννοια της
λέξης - αισθητική σε ποια σύγχρονα πρωτοπόρα καλλιτεχνικά παραδείγματα θα
μπορούσε να στηριχθεί; Μια τέτοια προοπτική μπορεί να υπάρξει χωρίς στενή
σύνδεση με τη διαδικασία σύλληψης και συγκρότησης (ή και ανασυγκρότησης) ενός
νέου μοντέρνου σχεδίου, με ιστορικές μάλιστα προθέσεις; Η ανασυγκρότηση όμως
του γενικότερου μοντέρνου σχεδίου, στο βαθμό που επιτυγχάνεται, δεν μπορεί
παρά να έχει ως αποτέλεσμα και τη συνακόλουθη, ολική ή μερική δεν έχει σημασία,
ανασυγκρότηση της αισθητικής. Αλλά και η αισθητική αυτή ανασυγκρότηση δεν
πρέπει να λάβει υπόψη της τα νεότερα κοινωνικά και ιδεολογικά δεδομένα και
προβλήματα, τα νέα θέματα που αναδεικνύει και θ' αναδεικνύει η τέχνη με
αυτόνομο τρόπο, τις νέες κατακτήσεις της, τα καινούργια και καινοτόμα στοιχεία
που δημιουργεί και εισάγει διαρκώς. Η αισθητική, τέλος, αυτή ανασυγκρότηση
περνά αναγκαστικά μέσα από την επαναδιαλεκτικοποίηση των σχέσεων της τέχνης με
την κοινωνία, μετά τη μεταφυσική νύχτα του μεταμοντερνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου