Η ΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ
Ως γνωστόν, η
αντίληψη του επιπέδου, του χρώματος και του χώρου καθώς και το γενικότερο
πρόβλημα του υλικού, που είναι τα κύρια θέματα στην μοντέρνα τέχνη είναι ακόμη
μη ικανοποιητικά απαντημένα. Για το λόγο αυτόν επιβάλλεται μία προσπάθεια
συστηματικού χαρακτήρα έρευνας, η οποία μέσω της κινητοποίησης του μεγαλύτερου
δυνατού αριθμού ερευνητών και μέσα από την διοργάνωση του απαραίτητου
επιστημονικού διαλόγου, είμαστε σίγουροι ότι θα φτάσουμε σε μερικά απτά
επιστημονικά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση η έκδοση και ο σχολιασμός πολύ
σημαντικού ανέκδοτου πρωτογενούς υλικού θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Υπάρχει όμως ένα σημαντικό πρόβλημα,
που το είχε επισημάνει ο Αντόρνο: η κουλτούρα δίνει την εντύπωση του χάους. Η
φιλοσοφία όμως της κουλτούρας, προσπαθώντας να εξηγήσει από τι συντίθεται η
κουλτούρα (ακολουθώντας τη φαινομενολογική μέθοδο και σύμφωνα με τη
φαινομενολογία της σύγχρονης κουλτούρας), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχουμε
να κάνουμε με μια ομοιομορφοποίηση των πολιτισμικών διαδικασιών και με μια
ρομποποίηση του ανθρώπου.
Αλλά συγχρόνως αυτό το οποίο ο Αντόρνο
φαινομενικά διαπίστωσε, ότι δηλαδή η κουλτούρα είναι ένα χάος, ως ένα βαθμό
είναι, κατά τρόπο παράδοξο, σωστό. Αυτό διαπιστώνεται αν τοποθετήσουμε το
πρόβλημα σ' ένα άλλο επίπεδο. Θα πρέπει να ζήσουμε την τέχνη και την κουλτούρα,
περνώντας από τη μια χώρα στη άλλη, ή αν δούμε τις διαφορές από την μια άκρη
της ίδιας χώρας στην άλλη, ή αν πάμε σε πολλά και διάφορα θέατρα, όχι όμως σε
αυτά που παίζουν οι «φίρμες», αλλά σε αυτά που ανεβαίνουν έργα που αποκαλούμε
θέατρο του συγγραφέα, του δημιουργού, ή σε σινεμά του δημιουργού, ή αν λάβουμε
υπόψη τη μουσική του δημιουργού (όπως
για παράδειγμα του Κέητζ*). Μέσα
από αυτή τη διαδικασία περιπλάνησης στο ποιοτικό, δια του ποιοτικού κ.τ.λ., που
είναι μία βαθύτατα βιωματική διαδικασία, φτάνουμε στην αντίληψη περί μιας
χαοτικής συγκρότησης της κουλτούρας. Αναφερόμαστε πάντοτε στην τέχνη και την
κουλτούρα που βρίσκονται έξω από τη βιομηχανία της κουλτούρας. Και αυτό, γιατί
ότι έχει σχέση με τη βιομηχανία της κουλτούρας δεν έχει σχέση με χαοτική δομή,
με οποιαδήποτε βίωση της χειραφέτησης ή ακόμη και της αυταπάτης, όπως
επισημαίνει πάλι ο Αντόρνο.
Από την άλλη, διαπιστώνεται ότι κάτι
το οποίο εμφανίζεται με τη μορφή της βιομηχανίας της κουλτούρας, ξεφεύγει από
αυτή – ο Αντόρνο το έχει επισημάνει –, αποκτώντας τη μορφή της λαϊκής τέχνης
και της κουλτούρας. Υπήρχαν και υπάρχουν στην Ευρώπη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο
βαθμό τέτοιες μορφές με το θέατρο του δημιουργού, με καλλιτέχνες οι οποίοι
ξεφεύγουν από το σύστημα, δημιουργώντας μια χαοτική κατάσταση. Όλοι αυτοί οι
καλλιτέχνες και δημιουργοί συγκρότησαν το μοντέρνο ρεύμα, με τις αντιθέσεις
και τις αντινομίες του στο εσωτερικό του, και το οποίο, παρόλα αυτά ήταν η
μεγάλη καινοτομία, η μεγάλη εισφορά του 20ου αιώνα.
Τα μορφολογικά
κριτήρια του μοντερνισμού έχουν κατά κάποιο τρόπο εκπνεύσει. Σήμερα δεν
υπάρχουν ρεύματα και τάσεις, αλλά δεν υπάρχει και μοντερνισμός με την έννοια
που προσδιορίσαμε πριν, δηλαδή χαοτικός αν και ποτέ τα μορφολογικά χαρακτηριστικά
δεν είναι απαραίτητο να είναι σαφή και προσδιορισμένα, όπως ήταν παλιότερα. Στη
διαπίστωση αυτή κατάληξε η πορεία της τέχνης από την Αναγέννηση μέχρι το
Μοντερνισμό. Τώρα που η κρίση των αξιών, της ιδεολογίας, της κοινωνίας έχει
αποκτήσει πρωτόγνωρο βάθος, ο καλλιτέχνης δυσκολεύεται να συμμετέχει σε τάσεις
και ρεύματα, οπότε εμφανίζεται μια πολυπλοκότητα αισθητοποιημένων αμεσοτήτων,
κοινωνικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών κ.τ.λ., που συνθέτουν το χάος της ουσιαστικά
– μη μοντέρνας – σύγχρονης τέχνης.
Η μοντέρνα πολιτισμική
σύλληψη είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα μεθόδου: Ανάλυση των κοινωνικών,
ψυχολογικών, ιδεολογικών, πολιτισμικών κ.τ.λ. δεδομένων της σύγχρονης
κοινωνίας, και η επεξεργασία στη συνέχεια της αρμόζουσας πολιτικής. Από την
άλλη, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παραδείγματα μερικών μεγάλων μοντέρνων
καλλιτεχνών, τα οποία, αν δεν διαμόρφωσαν εντελώς, καθόρισαν αποφασιστικά τα
μοντέλα της πολιτιστικής πολιτικής. Ας σκεφτούμε τους Μάλεβιτς (και το ΛΕΦ
γενικότερα), τον Ντυσάν, τον Μπόϋς κ.ά. Γενική δε θέση είναι σήμερα, η πολιτισμική
σύλληψη θα πρέπει να βασίζεται σε μία έννοια (concept). Ειδικότερα δε στα
τελευταία χρόνια κυρίαρχη ήταν η τάση της μοντέρνας τέχνης προς το μινιμαλισμό
και τη νοηματική τέχνη. Από ένα δε σημείο και μετά ζούμε τη μονοκρατορία του concept (έννοια), τάση που
στη μοντέρνα τέχνη ξεκίνησε από τον Πικάσο
{Οι δεσποινίδες της Αβινιόν) και έφθασε στο απόγειο της με τη
Νοηματική τέχνη (Art
conceptuel).
Η έννοια συνυπάρχει με ένα ανοιχτό σύστημα παρέμβασης (ακόμη και μη παρέμβασης
σε θέματα κυρίως αισθητικής) που έχουν εισηγηθεί οι Πάϊκ, Βαϊόλα, Κουνέλλης
κ.ά. Έτσι το πρόταγμα της πρωτοπορίας για την αυτονομία και την κριτική
λειτουργία της τέχνης και της κουλτούρας, καθώς και η ανάδειξη της αυτο-αναφορικότητας της τέχνης στην
σημασία της οποίας είχε επικεντρώσει όλη του τη θεωρητικοποίηση ο Γκρήνμπεργκ,
συμβαδίζει με την τάση αυτονόμησης της έννοιας ή και ανάδειξής της σ' αυτόνομη,
ακόμη και αυτοθεσμιζόμενη οντότητα. Η έννοια είναι πλέον ο τόπος αλλά και το
μέσο πραγματοποίησης της όποιας καινοτομίας, της όποιας πρωτοπόρας δράσης. Ως
εκ τούτου, και η σύγχρονη πολιτισμική συνθετική σύλληψη θα πρέπει να συνδυαστεί
με την κυρίαρχη αυτή κατάσταση της τέχνης και να προσπαθήσει να βοηθήσει και ν'
αναδείξει προγράμματα και πρακτικές ανοιχτές, εννοιολογικές, κριτικές.
Διαφορετικά θα λειτουργήσει λογοκριτικά, καταπιεστικά, κατασταλτικά. Ο στόχος
όμως του νεο-νεοφιλελευθερισμού είναι η ρύθμιση στο χώρο της τέχνης και της
κουλτούρας να γίνεται μόνο μέσω της αγοράς και του χρήματος, και έτσι να
εξουδετερώσουν τις όποιες δημιουργικές δυνατότητες έχουν εναπομείνει στη
σύγχρονη αποδυναμωμένη πρωτοπορία, παρά τις εναγώνιες προσπάθειές της για
παραπέρα αυτονόμηση της έννοιας. Το σύστημα δηλαδή χρήμα σήμερα, τείνει να
καταστείλει όλες τις δημιουργικές προσπάθειες της τέχνης, ενώ μέχρι πρόσφατα
τις ανεχόταν, αν δεν τις υποβοηθούσε έστω και υποτυπωδώς, για επενδυτικούς
κυρίως σκοπούς. Οι επιπτώσεις της αντεπανάστασης των νεοφιλελεύθερων μεθοδιστών
και εδώ είναι ασύλληπτες. Η κοινωνία όμως θα συνεχίσει να δέχεται παθητικά τα
κελεύσματά τους;
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
*Ο
Αντόρνο, όσον αφορά τον Κέητζ, αναθεώρησε την άποψη του για τη βιομηχανία της
κουλτούρας, όπως και για την τζαζ της Ν. Ορλεάνης, λέγοντας ότι δεν αναφερόταν
σ' αυτούς, αλλά σ' αυτούς που φτιάχνουν ρυθμούς που μπορούν να επαναληφθούν, να
αναπαραχθούν βιομηχανικά. Ούτε όμως η
τζαζ της Ν. Ορλεάνης ούτε η μουσική του Κέητζ βιομηχανοποιούνται. Και
ειδικότερα ο Κέητζ έφτιαξε μία χαοτική μουσική δομή, τόσο σύνθετη και
πολύπλοκη, που είναι αδύνατο να αναπαραχθεί ούτε καν το ελάχιστο κομμάτι της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου