Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ – ANTI-ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙΣ
Το κείμενό μας «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις. Ξεπέρασμα των μοντέρνων αντιθέσεων1» άνοιξε το δρόμο για πολλές νέες και σημαντικές έρευνες, τις οποίες μόνο εν μέρει πραγματοποιήσαμε. Κυρίως δε συνέλαβε μια νέα ανοιχτή διαλεκτική λογική ερευνών προς περισσότερες κατευθύνσεις, χωρίς μάλιστα να φαίνεται στον ορίζοντα κάποιος περιορισμός. Κυρίως έθεσε τις βάσεις για μια ανασυγκροτημένη ανοιχτή νέα εκδοχή της Κριτικής θεωρίας, με επίκεντρο την ιδεολογική κριτική και συγχρόνως την απεξάρτηση από την φετιχιστική και αλλοτριωτική ιδεολογία του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που είναι η νέα ουσιαστικά κυρίαρχη κατάσταση του συστήματος, σύμφωνα και με την ιστορική αντίληψη του Μαρκούζε, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος2. Τέχνη, κουλτούρα, ιδεολογία, κοινωνία προσεγγίζονται πλέον υπό αυτή την οπτική. Η όλη προσέγγιση έχει μια δυναμική συνεκτικότητα, για να χρησιμοποιήσουμε ένα νεολογισμό, που της επιτρέπει να συνεχίζεται χωρίς την ανάγκη επιστημολογικών ανατροπών, και ίσως ούτε και σοβαρών διαφοροποιήσεων ακόμη και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όταν άλλαξαν ριζικά τα κοινωνικά δεδομένα, και κυρίως η αλλοτρίωση απέκτησε νέες και πιο αποτρόπαιες μορφές.
Το κείμενό μας «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις…» με το δομικά αποσπασματικό-παρατακτικό χαρακτήρα του (και παρόλα αυτά συστηματικό, όσο παράδοξο και αν είναι, δηλαδή συστηματικά αποσπασματικό-παραστατικό) προσπάθησε να θέσει ένα τέλος σε κάθε παραδοσιακή σύλληψη-αντίληψη της ιδεολογίας. Η ιδεολογία δεν είναι μόνον ή κυρίως ένα καταφατικό, θετικό σύστημα αξιών, ιδεών κ.α. Είναι πρώτιστα μια συνεχής κατάσταση κριτικής του πνεύματος προς το ξεπέρασμα της ιδεολογίας.
Της αλλοτριωτικής πάντοτε ιδεολογίας. Μια διαρκώς ερευνητική κατάσταση για την αναζήτηση του άλλου, του διαφορετικού, του νέου, του ξεπεράσματος, με επίκεντρο πάντοτε την κριτική, και κυρίως την ιδεολογική κριτική, η οποία ξεπερνά, τις κατεστημένες ιδέες περί ιδεολογίας, ακόμη και τις κατεστημένες μορφές ιδεολογίας (ή ιδεολογικές μορφές) και μέσα στη σκέψη, την τέχνη και την πράξη δημιουργεί συνεχώς νέες κριτικές μορφές. Και τουλάχιστον προσπαθεί πάντοτε συνειδητά, μεθοδικά να ξεπεράσει τις κατεστημένες μορφές ιδεολογίας. Την ίδια την κυριάρχηση.
Οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις είναι μια νέα και πλέον μια δυναμική κατάσταση του πνεύματος. Ο πυρήνας της νέας Κριτικής απελευθερωμένης από το βάρος της παράδοσης, όπως έλεγε ο Μαρξ, Κριτικής θεωρίας. Μια νέα και διαρκής κατάσταση αντίστασης του πνεύματος, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για συνεχείς και νέες αδογμάτιστες, ανοιχτές και πρωταρχικά σύνθετες, ακόμη και πολύπλοκες θεωρητικοποιήσεις στη σύγχρονη πλέον εποχή της συνθετότητας και της πολυπλοκότητας. Που ανοίγει το δρόμο προς μια διαρκή και αυτοανανεούμενη δυνατότητα νέων κριτικών θεωρητικοποιήσεων, χωρίς τις αυταπάτες του θετικισμού του παρελθόντος, αλλά με συναίσθηση της ευρύτητας και του ανοίγματος της όλης έρευνας και προβληματισμού. Η συνειδητή διαδικασία της απελευθέρωσης του ανθρώπου μπήκε ίσως για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο στο επίκεντρο της θεωρητικής έρευνας χωρίς δεσμευτικά προκείμενα ούτε και με εκ των προτέρων προκαθορισμό της δυνατής κατάληξής της. Η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει στην όλη αυτή προσπάθεια είναι η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας και της απελευθέρωσης και της συνειδητής αναζήτησής της.
Το κείμενο αυτό συγκροτημένο σιγά-σιγά, κεφάλαιο-κεφάλαιο, από μικρές θεωρητικοποιήσεις φαινομενικά διάσπαρτων καταστάσεων μέσα σε συνθήκες υποχώρησης έως και κατάρρευσης του κινήματος, υπό την επήρεια και της κατάρρευσης της πρώην ΕΣΣΔ, έδωσε υπόσταση στην κριτική θεωρία. Οι γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες, ακόμη και δυσμενείς. Η άτακτη υποχώρηση ήταν ο κανόνας συγχρόνως με την διάδοση του νεοαντιδραστικού μεταμοντερνισμού και σε λίγο της άκρως αντιδραστικής θεωρίας του τέλους της ιδεολογίας. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε σηκώσει κεφάλι για τα καλά. Το κοινωνικό κράτος βαλλόνταν από παντού. Έπρεπε να βρεθούν στηρίγματα, ιδεολογικά και θεωρητικά, ώστε να αρθρωθεί ένας νέος αδογμάτιστος κριτικός λόγος. Μεταθέσαμε τη αντιπαράθεση σε επίπεδο μεθοδολογίας και προσπαθήσαμε με βάση και την ιστορική εμπειρία του κινήματος και της διαλεκτικής κίνησης των ιδεών να κρατήσουμε όρθιο τον ορθό λόγο.
Η αντιπαράθεση με διάφορους διάττοντες μεταμοντέρνους αστέρες ήταν μετωπική. Οι νέοι ερευνητές, καλλιτέχνες και θεωρητικοί ήταν ελάχιστοι για να συνδράμουν σε αυτό το αταλάντευτο μεθοδολογικό όσο και ιδεολογικό αγώνα με επίκεντρο την ιδέα του Μαρκούζε για την απελευθέρωση, αν και σπάνια τήν αναφέρουμε ρητά. Ως κείμενο δε μετά την ολοκλήρωσή (;) του αποτέλεσε στη συνέχεια τη βάση για άλλες κριτικές θεωρητικοποιήσεις και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, άν και το συχνότερο όχι άμεσα. Και υπ’αυτή την έννοια, μέσα από συνεχείς έρευνες, δημοσιεύσεις, παρεμβάσεις μας επέτρεψε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις της γενικότερης θεωρητικής ανασυγκρότησης που επιχειρήσαμε στη συνέχεια, όταν η παγκοσμιοποίηση είχε αρχίσει να κυριαρχεί και ιδίως μετά την κρίση το 2008, οπότε η ανασυγκρότηση επιβάλλονταν να είναι πλήρης και μεθοδική.
Οι «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις…» είναι ένα κείμενο μιας μοναχικής ουσιαστικά αναζήτησης. Μετά το διδακτορικό μας και τη σύνταξη του κειμένου μας «Παραίτηση… Προς μια ριζοσπαστική κριτική του μεταμοντερνισμού», συνεχίσαμε να ψάχνουμε στα χαλάσματα του κινήματος, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσουμε κάποια διάσπαρτα ιδεολογικά και μεθοδολογικά ψήγματα, ακόμη τότε υπαρκτά. Κάποιες ιδεολογικές αναφορές. Να βρούμε κάποια υπαρκτά ακόμη έστω και διάσπαρτα ιδεολογικά στοιχεία. Μόνο η βαθύτερη πίστη μας στον άνθρωπο μας κράτησε όρθιους απέναντι στον μεταμοντέρνο αλαλαγμό της μόδας. Κομμάτια από το κείμενο αυτό δημοσιεύσαμε στο Πριν, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και αλλού, πάντοτε με θετικές έως πολύ θετικές κριτικές. Γενικότερο πρόταγμα μας τότε στις νεοβάρβαρες ιδεολογικές, ακόμη και υπαρξιακές συνθήκες όπως αυτές διαμορφωνόνταν πλέον, μόνον η μεθοδική κριτική, η άρνηση και η αντίσταση μπορεί να περισώσει, όπως ο Άγγελος του Κλε, σύμφωνα με την επισήμανση και του Β. Μπένζαμιν3. Κριτική χωρίς συγχρόνως ιδεολογική και απελευθερωτική θέση-θέαση δεν υπάρχει. Και αν υπάρχει αυτή θα οδηγούσε κατευθείαν στη συνθηκολόγηση, στην παραδοχή της ήττας, στην παράδοση των όπλων στην κυρίαρχη αλλοτρίωση που μεταμόρφωσε τα πάντα και τους πάντες. Και χωρίς κριτική της αλλοτρίωσης σε όλες τις μορφές, τις εκφράσεις και τις εκφάνσεις της δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί το σχέδιο της νέας και κριτικής-ριζοσπαστικής μοντερνιτέ που επιβαλλόνταν, στις νέες συνθήκες όπως αυτές προδιαγραφόνταν και ως ένα βαθμό διαμορφωνόνταν.
Το σχέδιο βέβαια αυτό, παρά τις κρίσεις και τις περιπέτειες στις οποίες έριξε το σύστημα την ανθρωπότητα μπορεί να μην συγκροτήθηκε αυτοτελώς, έστω εν μέρει με την προσπάθεια του νεώτερου κινήματος μέσα από την συγκρότηση αρχικά του ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών, που τόσο πολέμησε το σύστημα, και το όποιο μπορεί να μην απέδωσε τα αναμενόμενα, αλλά έπρεπε να διαφυλαχτεί ο κριτικός πυρήνας της σκέψης και ο δομικά αντι-ιδεολογικός, δηλαδή ο δομικά απελευθερωτικός χαρακτήρας της θεωρίας και της πράξης. Όμως…
Ο Γκράμσι είχε δώσει μόνο θετική διάσταση στην ιδεολογία: «Η δύναμη των ιδεών, όπως έλεγε στη συνέχεια του D. De Tracy. Ο μεγάλος ιδεολόγος και συγχρόνως ο μεγάλος παιδαγωγός (θα) ήταν το κομμουνιστικό κόμμα, ένα κόμμα νέου τύπου, το κόμμα της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Η έννοια της εργατικής πρωτοπορίας ένα ίδια με αυτήν της καλλιτεχνικής. Έτσι το κομμουνιστικό κόμμα θα ωθούσε την εργατική τάξη προς την κατάκτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας και μέσω αυτής θια επιβαλλόνταν σε όλη την κοινωνία. Η πρωτότυπη θεωρητική αυτή σύλληψη του Γκράμσι μετά τις κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης της Β. Ιταλίας στη δεκαετία 1916-18, με κύριο φορέα τα εργατικά συμβούλια ανά εργοστάσιο, πως θα υλοποιούνταν ακριβώς με τον Γκράμσι παρόντα στους αγώνες και όχι στη φυλακή, όπου αναγκαστικά μελετούσε μόνο και κατέγραφε τις σκέψεις του στα περίφημα Τετράδια της φυλακής4, κανείς δεν γνωρίζει. Ούτε είναι δυνατή η όποια σοβαρή θεωρητικοποίηση εκ των υστέρων, αν σκεφτούμε και τις συνθήκες υποχώρησης του κινήματος, που επικράτησαν διεθνώς μετά το 1920, αλλά και την πορεία ανόδου του φασισμού και του ναζισμού. Επρόκειτο περισσότερο για μια επιθετική σύλληψη - ιδανικοποίηση και συγχρόνως μια θεωρητική προβολή, προέκταση και επέκταση των αγώνων της διετίας 1916-18, παρά για μια πολιτική σύλληψη που είχε σχέση με την μετέπειτα πραγματικότητα. Το κόμμα-πρίγκηπας όπως ονομάστηκε μεταφορικά αυτή η σύλληψη του Γκράμσι, με πρωτοκαθεδρία τους οργανικούς διανοούμενους προσέδιδε προτεραιότητα, ακόμη είχε και σε προεξάρχουσα θέση την έννοια της ιδεολογίας και συνακόλουθα την ιδεολογική ηγεμονία, και με αυτήν την έννοια είχε μόνο μια θετική διάσταση σύλληψη. Μη γνωρίζοντας όμως το έργο του νεαρού Μαρξ για την κριτική της ιδεολογίας και της αλλοτρίωσης, και γενικότερα γνωρίζοντας το έργο του Μαρξ πολύ μερικώς, ο Γκράμσι δεν είχε συλλάβει την αρνητική διάσταση της ιδεολογίας. (Για παράδειγμα η θεωρία της πραγμοποίησης του ώριμου και του γέρου Μαρξ, που προσιδιάζει με τη θεωρία του της νεότητας της κριτικής της ιδεολογίας και της αλλοτρίωση). Οπότε και η έννοιά του της ηγεμονίας, χωρίς την κριτική της ιδεολογίας και της αλλοτρίωσης, αυτών των ολικά αρνητικών καταστάσεων του μονοπωλιακού καπιταλισμού πλέον, ήταν μεγαλειώδης, αλλά συγχρόνως και ελλειπής. Δεν ήταν μια ολική έννοια, όπως θα λέγαμε σήμερα επιστημολογικά μιλώντας, αλλά και σύμφωνα με την υπέρτατη ανάγκη της ολότητας, που σύμφωνα με το νεαρό Λούκατς, όπως τη διατύπωσε στο ιστορικό έργο του το 1922-3 Ιστορία και ταξική συνείδηση5, είχε ανάγκη η κάθε θεωρητική κριτική σύλληψη, αν θέλει να αποφύγει το θετικισμό, τον εμπειρισμό και κάθε μερική σύλληψη, με τις οποίες συνδέονταν οι μηχανικιστικές αντιλήψεις του επίσημου τότε μαρξισμού. Ως γνωστόν βέβαια ο Γκράμσι ούτε και το έργο του νεαρού Λούκατς γνώριζε στη φυλακή, ώστε να μπορεί να συλλάβει την ιδεολογία υπό περισσότερες οπτικές, αν όχι ολικά. Έτσι η ιστορική θεωρητικοποίησή του της ιδεολογίας, παρά τη μοναδική σημασία και την εισφορά της για τη σύλληψη μιας σύγχρονης απελευθερωτικής οπτικής και μεθοδολογίας, παρέμεινε πάντοτε μερική.
Με αυτά τα δεδομένα στο κείμενό μας αυτό, παραμένοντας πάντοτε γκραμσιανοί, προσπαθούμε να φθάσουμε σε μια ολική και συνάμα κριτική σύνθεση της κριτικής του Μαρξ της ιδεολογίας και της αλλοτρίωσης (κατά τον νεαρό Μαρξ, ιδεολογία ίσον μια ειδική μορφή αλλοτρίωσης: ιδεολογική αλλοτρίωση, η οποία πρέπει να ξεπεραστεί), της γκραμσιανής έννοιας της ιδεολογίας με βάση πάντοτε την κεντρική έννοια της ολότητας του Λούκατς. Διατρέχοντας δε και τις άλλες θεωρητικοποιήσεις της Κριτικής θεωρίας, στόχος μας ήταν να φθάσουμε μέσα και από μια συστηματική κριτική του μεταμοντερνισμού και γενικότερα των μεταμοντέρνων και νεοσυντηρητικών ιδεολογιών που είχαν αρχίσει να διαδίδονται σε συνθήκες κατάρρευσης του νεώτερου διεθνούς κινήματος της αμφισβήτησης, σε μερικές νέες κριτικές θεωρητικοποιήσεις, που κύριο στόχο είχαν να διατηρήσουν το κριτικό πνεύμα ζωντανό, αλλά και να διαμορφώσουν προϋποθέσεις συνέχισης της όλης κριτικής θεωρητικής έρευνάς μας. Σύνθεση της κριτικής θεώρησης του νεαρού Μαρξ, του νεαρού Λούκατς και του Γκράμσι ήταν και είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μέσα στις νεοβάρβαρες συνθήκες που πλέον ζούμε. Από την άλλη και στην Κριτική θεωρία υπάρχουν δύο τάσεις: Μια ολικά αρνητική, αυτή του Αντόρνο, μην διαβλέποντας καμία δυνατότητα θετικής παρέμβασης και ακόμη λιγότερο προοπτικής μέσα στον καπιταλισμό της ολοκληρωμένης αλλοτρίωσης και μια πιο θετική, αυτή του Μαρκούζε, η οποία θέλει να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές του συστήματος και της κυριάρχησης, προκειμένου να περάσει και να διαδοθεί η μεγάλη άρνηση. Ως προς τη διάγνωση της κατάστασης που έχει δημιουργήσει ο μονοπωλιακός καπιταλισμός δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο αυτών πρωτεργατών της Κριτικής θεωρίας. Με γνώση και επίγνωση της απόλυτα αρνητικής κατάστασης του μονοπωλιακού, και στη συνέχεια ακόμη περισσότερο του ύστερου καπιταλισμού, ο Μαρκούζε δίνει τεράστια ώθηση στη μεγάλη ελπίδα για μια ριζική, ακόμη και ριζοσπαστική αναγέννηση του κινήματος, χωρίς θετικές – θετικιστικές αυταπάτες, ούτε και την όποια ιδέα για την παραμικρή νέα ή μη ιδεολογική ηγεμονία. Μόνον ολική κριτική και άρνηση του συστήματος. Με βάση και τη γνώση μου των ιστορικών κειμένων του Μαρκούζε, χωρίς να πολυαναφέρομαι σε αυτά, γιατί το πανεπιστημιακό ψευτοαριστερό μανταρινάτο αποδέχονταν μεν κουτσουρεμένο τον Γκράμσι, είχε αλλεργία όμως για τον Μαρκούζε και την Κριτική γενικότερα θεωρία, προσπάθησα να ανασυγκροτήσω μεθοδικά την όλη προβληματική με κριτικό, ακόμη και μετακριτικό τρόπο, όχι τόσο σκεπτόμενος υποχρεωτικά να διαμορφώσω μια πιθανή ακόμη και αποσπασματική σύνθεση, αλλά μια αυτόνομη τουλάχιστον πάντοτε παράταξη από μερικές θεωρητικές καταστάσεις, έτσι ώστε να κρατήσω ζωντανό το κριτικό πνεύμα.
Το κείμενο αυτό (παρά τον πόλεμο που δέχθηκα από το αριστερό αλλά και γενικότερο ψευτοπανεπιστημιακό κατεστημένο*, το οποίο είχε βαθύτατη άγνοια της Κριτικής θεωρίας, μου άνοιξε το δρόμο άμεσα ή και έμμεσα για συνέχιση των ερευνών μου πάντα βέβαια κριτικά, δηλαδή συνεχώς αντι-ιδεολογικά σκεπτόμενος. Τα κείμενά μου έκτοτε κριτικής έρευνας και γενικότερων κριτικών θεωρητικοποιήσεων διαδέχονται το ένα το άλλο, και πολλές φορές μερικά δημοσιεύονται συγχρόνως, και μάλιστα σε διαφορετικά έντυπα. Για εμένα υπέρτατο καθήκον ήταν πλέον η συνέχιση των αδογμάτιστων ερευνών της Κριτικής θεωρίας σε επίπεδο τέχνης, κοινωνίας, αισθητικής και στις αλληλοσυσχετίσεις τους με δυναμικό πάντοτε τρόπο με βάση τη βιβλιογραφία και τη μελέτη της ζωής και του έργου των καλλιτεχνών και των ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης, πάντοτε αντι-ιδεολογικά σκεπτόμενος και συγχρόνως υπό την οπτική δημιουργίας νέων θεωρητικοποιήσεων, αποσπασματικών και παρατακτικών, καθόσον το σύστημα είναι ένα πάντοτε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ιδεολογικό, μεθοδολογικό, και όχι μόνον.
Η ιδέα της ιδεολογικής ηγεμονίας, μεγαλειώδης ως προς την σύλληψή της από τον Γκράμσι, απομακρυνόνταν, για να παραφράσουμε τον Μαρκούζε, όλο και περισσότερο από τον ορίζοντα της καθημερινής, όλο και πιο αλλοτριωτικής και αλλοτριωμένης πρακτικής. Η μόνη ιδέα που μπορούσε να επιβιώσει και να δώσει νέα πιο σοβαρά ερευνητικά αποτελέσματα, στη συνέχεια του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης, ήταν η ιδέα της διαρκούς, της μόνιμης, της άμεσης ή έμμεσης, ρητής και υπόρρητης ιδεολογικής κριτικής, μέσω συνεχών αντι-ιδεολογικών πάντοτε διαμεσολαβήσεων στο χώρο της τέχνης, της κουλτούρας, της επικοινωνίας, του πολιτισμού, της κοινωνίας, της ιστορίας κ.α. Και αυτό κάναμε μέχρι σήμερα: Κριτικές αντι-ιδεολογικές θεωρητικοποιήσεις (ή διαμεσολαβήσεις, με την έννοια του Αντόρνο). Νέα σύνθεση;
Καμία. Μα την έχουμε ανάγκη; Το κινητό της σκέψης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα προσπαθεί πάντοτε να συλλάβει, να επεξεργαστεί, να διαμορφώσει νέες κριτικές καταστάσεις, νέες θεωρητικοποιήσεις, νέες θεωρητικές ανασυγκροτήσεις. Η σύνθεση ήταν για μερικές περιόδους περισσότερο το ιδεολογικό καταφύγιο, αν και το πνεύμα είναι πάντοτε αναλυτικό και συνθετικό, κάποιες φορές περισσότερο το ένα ή το άλλο, αλλά προέχει πάντοτε η αναλυτική-αποδεικτική διάσταση. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει καμία σύνθεση, ούτε καν δυνατότητα. Οι μεγάλες συνθέσεις που ιδανικοποιήθηκαν από το μηχανικιστικό μαρξισμό και στη συνέχεια κυρίως από τον Σταλινισμό, ήταν περισσότερο ιδεολογικές κατασκευές. Όταν κατέρρευσε η ΕΣΣΔ αναδείχθηκε το μεγάλο κενό που δημιουργήθηκε. Καμία από τις κατεστημένες ψευτοαριστερές ιδεολογίες δεν είχε κάποιο νόημα. Το μόνο που έμενε ήταν για λίγο ακόμη οι ιδεολιστικές κενολογίες των σταλινικών ιστρουκτόρων. Αλλά και αυτές γρήγορα χάθηκαν προς δόξα των μεταμοντέρνων, συνήθως πρώην σταλινικών. Και μέσα σε αυτό ζοφερό, το νέο-άγριο και αποκαλυπτικό ιδεολογικό τοπίο, όπως διαμορφώθηκε μετά το 1989 μόνο η κριτική ως κατάσταση, ως στάση ζωής είχε νόημα. Μόνον αυτή θα μπορούσε να διαμορφώσει νέες ιδεολογικές και μεθοδολογικές καταστάσεις αδογμάτιστα, αυτόνομα, επιστημονικά, ώστε να κατανοήσουμε διαλεκτικά την ιστορία της κοινωνίας και της σκέψης, της τέχνης και του πολιτισμού, με τις κρίσεις, τις αντιπαραθέσεις και τις ενστάσεις τους. Ο σταλινικός ειρηνευμένος κόσμος των ψευτο-ιστροκτούρων, που είχαν μπει στο Πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης, μέσω αυτού του ιδεολογικού μηχανισμού, όπως έλεγε και ο Αλτουσέρ πετάχτηκαν οριστικά πλέον στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας. Ο αγώνας ήταν όμως συνεχής μαζί τους, γιατί είχαν καταλάβει τα πόστα, και μετά στη συνέχεια χειροτέρευσαν τα πράγματα, γιατί διαδόθηκε επί Σημίτη η διαπλοκή των προγραμμάτων και των συμφερόντων, οπότε η κατάσταση έγινε κόλαση. Το κίνημα είχε υποχωρήσει, διαλύθηκε η διαλεκτική - κίνημα-πανεπιστήμιο, που είχε δημιουργηθεί πριν τον Μάη και διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια και μετά από αυτόν. Οι μεγάλοι φίλοι κριτικοί διανοούμενοι ή καλλιτέχνες, που παρέμειναν πιστοί στην πρωτοπορία ή είχαν αναφορά τους το κίνημα σιγά-σιγά έφευγαν. Και εμείς όλο και ποιο μόνοι, σκεπτόμενοι συνέχεια τον - και κατά τον -Μ. Αναγνωστάκη, πάντοτε όμως αντι-ιδεολογικά θεωρητικοποιώντας και δρώντας…
Οι «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις…», χωρίς να το καταλάβω τότε καλά-καλά και ο ίδιος, ανασυγκροτούν το μεθοδολογικό και επιστημολογικό πεδίο της νεώτερης κριτικής θεωρίας με έναν αμυντικό φαινομενικά τρόπο, και συγχρόνως προετοιμάζουν το έδαφος για τη συνέχιση των ερευνών μου, έχοντας δημοσιεύσει ήδη το Ιδεολογική κριτική και αισθητική6, το οποίο έχει προκαλέσει πολύ μεγάλη αίσθηση, με αλλεπάλληλες μάλιστα δημόσιες συζητήσεις, στρογγυλά τραπέζια, μετά την ολοκλήρωση του Διδακτορικού μας, της Maitrise φιλοσοφίας, της δημοσίευσης ενός εισαγωγικού κειμένου για την Σχολή της Φρανκφούρτης και ενός μικρού τόμου με θέματα αισθητικής θεωρίας. Έτσι με αιχμή τη συνέχιση της έρευνάς μου για τη μοντέρνα τέχνη σε όλα τα επίπεδα: Ιστορία και θεωρία της τέχνης, κοινωνιολογία και φιλοσοφία της τέχνης και της κουλτούρας και πρώτιστα της αισθητικής δημοσιεύω συνέχεια κείμενα, προωθώντας συνέχεια την Αισθητική θεωρία σύμφωνα με τις γενικότερες αρχές της Κριτικής θεωρίας. Ο χώρος της μοντέρνας τέχνης όσον αφορά τις εικαστικές κυρίως τέχνες παρουσιάζει μεγάλη θεωρητική υστέρηση σε σχέση με την αισθητική της μοντέρνας μουσικής, που ήταν το κύριο πεδίο ερευνών του Αντόρνο. Έτσι με βάση την αντορνική μεθοδολογία, εμπλουτισμένη και διευρυμένη και με την εισφορά του Λ. Γκολντμάν, η Αισθητική της μοντέρνας ζωγραφικής και γλυπτικής γίνεται το κύριο πεδίο των αισθητικών ερευνών μας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των όλο και πιο εντατικών αισθητικών ερευνών μας οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις, άλλοτε περισσότερο ως αισθητικές διαμεσολαβήσεις και άλλοτε ως κοινωνιολογικές, αλλά με σταθερή πάντοτε την αντι-ιδεολογική διάσταση, ωθούν συνέχεια σε νέες κριτικές επεξεργασίες και θεωρητικοποιήσεις. Από όλη αυτή τη έρευνα και διδασκαλία λίγα μόνο μέρη έχουμε δημοσιεύσει. Η θεωρητική επεξεργασία του όλου υλικού των σημειώσεων μόνο από τις παραδόσεις μας θέλει ακόμη πολύ χρόνο και μεθοδική επεξεργασία.
Η όλη αυτή έρευνά μας, η οποία με τον χρόνο διευρύνθηκε και επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία της κοινωνικής θεωρίας, όπως αποτυπώθηκε και από τα κείμενά μας Θεωρία πολιτισμού7 (2 τόμοι περίπου 1200 σελίδες μεγάλου σχήματος), Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση8 (460 σελίδες μεγάλου σχήματος), Η εποχή της καθορισμένης άρνησης9 (760 σελίδες) και από τις δημοσιεύσεις στα μπλογκ μας, κράτησε πάντοτε ζωντανή την αντι-ιδεολογική διάσταση ως μια δύσκολα πραγματοποιήσιμη κατάκτηση της νεώτερης Κριτικής θεωρίας, μέσα σε συνθήκες ιδεολογικής πλήρους κατάρρευσης, και συγχρόνως ως μια σταθερά που καθοδηγεί την κριτική σκέψη προς νέες θεωρητικοποιήσεις και επεξεργασίες: Θεωρία μικροδομών, νέα ανθρωπολογία και τέχνη, νέα μοντερνιτέ, συστηματική κριτική της παγκοσμιοποίησης κ.α. Εξάλλου, για όσο συνεχίζουμε ακόμη την έρευνα αυτή για την Κριτική θεωρία γενικότερα, διατηρείται πάντοτε και η αντι-ιδεολογική διάσταση ως μια μόνιμη κατάσταση του κριτικού πνεύματος προς πάντοτε νέες και κριτικές θεωρητικοποιήσεις στην εποχή της μοναχικής ιδεολογικής ακόμη και πνευματικής ζωής. Ως μια συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για τη συνειδητή ριζοσπαστική στάση στις σύγχρονες απάνθρωπες ακόμη και αποτρόπαιες συνθήκες που ζούμε, με ιστορικές πάντοτε αναφορές που φθάνουν ακόμη μέχρι τον Όμηρο και τον Ησίοδο.
Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις: Η σημασία της συνειδητοποίησης της ανάγκης ξεπεράσματος των αντιθέσεων της μοντερνιτέ. Όμως η τάση προς το ξεπέρασμα από το 1995 και εδώ που η παγκοσμιοποίηση έγινε κυρίαρχο σύστημα ατόνισε, εκφυλίστηκε. Στον ορίζοντα συσσωρεύονται όλο και περισσότερα προβλήματα, αλλά τα αδιέξοδα του συστήματος, αν και όλο και σοβαρότερα, έντεχνα αποκρύβονται από αυτό. Κυριαρχεί μια παγκόσμια ενιαία καταφατική – απολογητική του υπάρχοντος συστήματος σκέψη σε διάφορες παραλλαγές, χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις. Οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις που είχαν αναδειχθεί μέσα από τη μεταπολεμική γενικευμένη κρίση της συνείδησης έχουν και αυτές εκπνεύσει. Και ενώ η βασανιστική και σχετικά μακρόσυρτη διαδικασία επεξεργασίας του κειμένου μας αυτού το 1989-90 μας άνοιξε το δρόμο για μια συστηματικότερη και πάντοτε αντι-ιδεολογική κριτική θεωρητικοποίηση στη συνέχεια για την τέχνη, την κοινωνία, την αισθητική κ.τ.λ., όταν εμφανίστηκε η κρίση του 2008 έπρεπε να κάνουμε μια συστηματική ανασυγκρότηση του μοντέλου μας, του κριτικού μοντέλου γενικότερα. Το μοντέρνο σχέδιο, η μοντερνιτέ και η Avantgarde ως μια κατάσταση – αναφορά με αναβαθμιστικές, σύμφωνα με την έννοια του Γκράμσι, πολιτισμικές τουλάχιστον πρακτικές, αντιμέτωπες πλέον με την έκρηξη των αντινομιών του συστήματος, έχασε τις αναφορές τους. Το ιστορικό και νεώτερο μοντέρνο σχέδιο, σε συνδυασμό με το ιστορικό και νεώτερο κίνημα είναι απόλυτη ανάγκη να ανασυγκροτηθούν εκ νέου, υπό την οπτική πάντοτε της αναγκαίας και επιβαλλόμενης περισσότερο σήμερα παρά ποτέ απελευθέρωσης δια της πράξης: Του ξεπεράσματος δια της ιστορικοκοινωνικής και συνάμα πολιτισμικής ευρύτερα πράξης. Το ιστορικό αναγεννησιακό και στη συνέχεια το εξίσου ιστορικό ανθρωπιστικό σχέδιο μέσα από μια συστηματική ανασυγκρότηση είναι απόλυτη ανάγκη να ξαναζωντανεύσουν. Διαφορετικά η κοινωνία οδηγείται διεθνώς σε αυταρχισμούς και δεσποτισμούς πρωτόγνωρης βαρβαρότητας. Οι αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις που γνωρίσαμε μέχρι τώρα είναι πλέον ανίσχυρες να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση θεωρητικά και ιδεολογικά. Ούτε μια μόνο αμυντική στάση, στην οποία υποχρεωθήκαμε εμείς, εν είδη ενός παρατεταμένου γκραμσιανού πόλεμου θέσεων είναι πλέον αρκετή. Η ανασυγκρότηση με όρους ιδεολογίας και ηγεμονίας πρέπει να είναι πλήρης. Μόνον έτσι θα ξεπεραστεί η κυρίαρχη παγκόσμια σύγχρονη «ολοκληρωμένη αλλοτρίωση», όπως ήθελε και ο Αντόρνο, ο μεγάλος, ο απόλυτος, ο ολικός κριτικός του συστήματος.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
*. Το μόνο που ενδιέφερε το μανταρινάτο ήταν, με στυλ χωροφύλακα, (αφού κάποιοι από τους υπηρέτες του είχαν αποκτήσει μια ψευτοθέση σε «υψηλό» σημείο και την ψευτοεπίφαση αναγνώρισης μιας ψευτοεπιστημονικότητας και έτσι την απόκτηση ενός ψευτοκύρους), η επιβεβαίωση της ψευτοθέσης του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Β. Φιοραβάντες, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. Ι, σσ. 59-124.
2. Εκδ. Παπαζήσης.
3. Βλ. W. Benjamin, Passages, Cerf.
4. Βλ. αποσπάσματα που έχουν δημοσιεύσει στα ελληνικά ο Στοχαστής, με τίτλους, Οι διανοούμενοι, Οργάνωση της κουλτούρας, Παρελθόν και παρόν, ο Οδυσσέας με τίτλο, Ιστορικός υλισμός, o Ηριδανός με τίτλο, Mακιαβέλι, και κυρίως ο Γκαλιμάρ, με τίτλο Ecrits politiques (δύο ογκώδεις τόμοι).
5. Εκδ. Οδυσσέας.
6. Εκδ. Praxis.
7. Εκδ. Ψηφίδα.
8. Εκδ. Ζήτη.
9. Εκδ. Αρμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου