ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΩΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ AΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
Η
κοινωνική θεωρία στη λιγότερη ή περισσότερο μοντέρνα μορφή της είναι μια
σχετικά νέα σύλληψη, κατασκευή και
ουσιαστικά οφείλει την ύπαρξη της ως αυτόνομη οντότητα στον νεαρό Μαρξ. Μέχρι
τότε (1842-44-48) από την εμφάνιση του ανθρώπου ως έλλογου όντος ήταν υπαρκτή
μεν, αλλά μέσω άλλων θεωρητικοποιήσεων, της θρησκείας, της φιλοσοφίας κ.τ.λ. Η
ανθρωπότητα είχε γνωρίσει στη μακραίωνα διαδρομή της πληθώρα κοινωνικών
κινημάτων, εξεγέρσεων, επαναστάσεων,
αλλά δεν είχε κατορθώσει ακόμη να
αρθρώσει έναν αυτόνομο κοινωνικό λόγο, με τη δική του εσωτερική λογική,
τον δικό του λόγο ύπαρξης, τη δική του μεθοδολογία, το δικό του σκοπό. Και αυτό
για πολλαπλούς λόγους, ιστορικούς πρώτιστα, πολιτικούς, κοινωνικούς,
θεωρητικούς (όπως έλεγε ο νεαρός Μαρξ) και ιδεολογικούς. Θα λέγαμε δε και
πολιτισμικούς.
Συγχρόνως
η σύλληψη, με κριτικό αφετηριακά τρόπο και στη συνέχεια πιο θετικό (αλλά ποτέ
εντελώς θετικό) από τον Μαρξ της κοινωνικής θεωρίας ως αυτόνομης οντότητας με
τη δική της μεθοδολογία και επιστημολογία, όπως θα λέγαμε σήμερα, εκτός από
επιστημονική θεωρία ήταν συγχρόνως και ιδεολογική. Μια ιδεολογική σύλληψη και
κατασκευή, που κατά τον Μαρξ πάντοτε, υπηρετούσε τον υπέρτατο σκοπό της
απελευθέρωσης πρώτα του ανθρώπου (ανθρωπιστής Μαρξ) και στη συνέχεια του
προλεταριάτου, της νέας επαναστατικής τάξης, που ανέδειξε η διάδοση του
καπιταλισμού μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Αυτή η δισυπόστατη φύση, δομή της
κοινωνικής θεωρίας δεν μπόρεσε να
ξεπεραστεί μέχρι σήμερα, παρά τη σοβαρή πρόοδο της έρευνας των
κοινωνικών επιστημών, και παρά την καμπή που ήταν στην όλη διαδικασία
αυτοσυνείδησης της κοινωνίας η σύλληψη και η συγκρότηση της Κριτικής θεωρίας
από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 μέχρι σήμερα.
Κάποτε
πιστεύαμε ότι η ύπαρξη των ιδεολογικών στοιχείων ήταν προϋπόθεση της
επιστημονικότητας (ή μη) της Κοινωνικής Θεωρίας. Αν δεν υπήρχε αυτή, τότε η κοινωνική
επιστήμη θα γινόνταν μια κατάσταση καθαυτή, άνευ ενδιαφέροντος και άνευ σημασίας
για την απελευθέρωση του ανθρώπου που ήταν και ο υπέρτατος σκοπός και μάλιστα
καθολικά αναγνωρισμένος. Από την άλλη, η πρόταξη των ιδεολογικών στοιχείων
οδηγεί εκ των πραγμάτων στον ιδεολογισμό, στην υποτίμηση της σημασίας και της
αυτονομίας της κοινωνικής επιστημονικής έρευνας, και μάλιστα με πολύ σοβαρά έως
τραγικά αποτελέσματα, αν σκεφτούμε τον
σταλινισμό, και όχι μόνον. Απάντηση σε αυτό εξαιρετικά δύσκολο, όσο και κρίσιμο
θέμα προσπάθησε να δώσει η Κριτική θεωρία με την ίδρυση του Ινστιτούτου στην Φρανκφούρτη
και την όλη διερεύνηση που άρχισε, δημοσιεύοντας αρχικά δύο ιστορικά κείμενα,
το ένα για την ίδρυση του Ινστιτούτου1 και
για τα καθήκοντά του (ή την υποχρέωσή του) και το άλλο του Χορκχάϊμερ, με τίτλο
Παραδοσιακή και κριτική θεωρία2. Έκτοτε η έρευνα
συστηματοποιήθηκε, ανέδειξε πολλές νέες πτυχές, σε συνάρτηση με την γενικότερη
κοινωνική ιστορική εξέλιξη, και με φόντο την ήττα της επανάστασης στην Ευρώπη
και την κυριάρχηση του σταλινισμού και του ναζισμού. Μονολεκτικά η μέχρι και
τότε κοινωνική θεωρία, αυτονομημένη πλέον μετατράπηκε στην Κριτική θεωρία, με
τη δικιά της σύνθετη διαλεκτική λογική και μεθοδολογία, αλλά δεν ήταν πλέον η
θεωρία του κινήματος, ούτε για το
κίνημα. Το υποκείμενο, ως συγκροτημένη κοινωνική οντότητα, δρώσα και λιγότερο ή
περισσότερο συνειδητή, έχει τελειώσει πλέον. Η όλη κριτική θεωρητικοποίηση
γίνεται με αναφορά στην ιστορία, για την ιστορία, για τον άνθρωπο, αλλά δεν
είναι πλέον του υποκειμένου. Το υποκείμενο επανέρχεται πολύ αργότερα στη
δεκαετία του 1960 με τα διάσημα κείμενα του Μαρκούζε και ιδίως με τον Σαρτρ και
του Γκόρζ. Ουσιαστικά πρόκειται πλέον για μια κριτική θεωρία για την κοινωνία,
παρά την έμφαση του Ρεβώ ντ’Αλλόν (: Κριτική θεωρία της κοινωνίας), που τη
διάβαζε κυρίως ως αγωνιστής παρά ως φρανκφουρτιανός θεωρητικός. Για μια περίοδο επηρέασε το
κίνημα (1955-70), αλλά δεν μπόρεσε να γίνει η κριτική θεωρία της απελευθέρωσης,
η απελευθερωτική-ιδεολογική δύναμη, για να θυμηθούμε τον Γκράμσι, με ότι αυτό
συνεπάγεται. Παρέμενε μια αυτόνομη
θεωρία, χωρίς να θυσιάζει την ποιότητα στην ευκολία και τον εντυπωσιασμό, αλλά
με βαρύ αντίτιμο τη μοναξιά. Την απομόνωση του ερευνητή μέχρι (αυτο-)περιορισμού.
Από την άλλη, αλλάζοντας και η κοινωνία συνέχεια υπό την επίδραση των διαρκών
δομικών αλλαγών του καπιταλισμού και του συστήματος γενικότερα, δημιουργείται η ανάγκη της πλήρους
ανασυγκρότησης της κριτικής θεωρίας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης3, και
αποπαγκοσμιοποίησης που είναι οι σημερινές.
Η
κριτική θεωρία είναι μια θεωρία του ΧΧου αι. Δηλαδή μια νέα θεωρία, αυτόνομη (ή
αυτονομημένη) από τις προηγούμενες κριτικές και κοινωνικές θεωρίες, ακόμη και
το μαρξισμό του νεαρού Μαρξ, τοποθετημένη πάντοτε βέβαια στη συνέχειά του.
Είναι αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης των νέων κοινωνικών, οικονομικών,
ιδεολογικών, πολιτισμικών συνθηκών, που επέφερε η μονοπωλιοποίηση της
οικονομίας και η σύμφυτή της εισαγωγή του τεϋλορισμού και του φορντισμού.
Έτσι
άλλαξε η κοινωνική βάση, οι κοινωνικές συνθήκες, χωρίς ν’άλλάξει φύση ο
καπιταλισμός, που λόγω ακριβώς της
μονοπωλιοποίησης και της γενικευμένης φορντοποίησης της παραγωγής, άλλαζαν
ριζικά. Μια νέα κοινωνική διαίρεση, μια νέα διαστρωμάτωση γενικότερα
δημιουργήθηκε και επιβλήθηκε στο εσωτερικό της εργασίας, με αποτέλεσμα
ν’αλλάξει ριζικά τη δομή, την ποιότητα της, αλλά συγχρόνως και τη δομή της
εργασίας-εργατικής τάξης. Από την άλλη, η τεχνολογία ή η τεχνολογικοποίηση της εργασίας με τη σύμφυτή της
τεχνολογική αλλοτρίωση γενικεύθηκε. Ο τεχνολογικός ορθολογισμός έγινε μια νέα
κυρίαρχη κατάσταση, ένας σκοπός καθαυτός του συστήματος. Ένα σύστημα καθαυτό,
με τη δική του λογική, τελειότητα, το δικό του λόγο ύπαρξης: Τη διαρκή
μεγέθυνση του κέρδους του κεφαλαίου και την περιθωριοποίηση, την εξάρτηση, την
υποταγή στην ελεγχόμενη κεντρικά τεχνολογία της
εργασίας. Μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες που μεταπολεμικά οδήγησαν στις
ιστορικές άγριες απεργίες, το νέο εποικοδόμημα που δημιουργήθηκε από το σύστημα
απέκτησε στοιχεία, χαρακτηριστικά, ακόμη και δομή αυτοτελούς ύπαρξης, μιας νέας
αυτονομημένης πλέον οντότητας. Για το λόγο αυτό η εξέγερση κυρίως της νεολαίας,
υπό την επήρεια και της απελευθερωτικής θεωρητικοποίησης του Μαρκούζε, θα
στραφεί και ενάντια στο εποικοδόμημα, θα είναι μια εξέγερση εποικοδομήματος, σε
επίπεδο εποικοδομήματος και ενάντια του. Ενάντια στην ολικά φετιχιστική και
αλλοτριωτική φύση, υπόστασή του. Μια νέα ριζοσπαστική υποκειμενικότητα
εμφανίζεται χωρίς τα βαρίδια της ήττας των προηγούμενων κινημάτων, διαδίδεται
σε όλο σχεδόν τον κόσμο, φθάνει ακόμη να γίνει και μόνιμη, δομική άρνηση του συστήματος. Όμως από το
1973 και μετά με την πρώτη σοβαρή κρίση που εμφανίζεται, το κίνημα αυτό παρά
τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του, ζει πολύ τραυματικά την κρίση, σε τέτοιο
βαθμό που σε ελάχιστα χρόνια θα πάψει να υπάρχει πλέον. Το ιστορικό αυτό κίνημα ριζικής αμφισβήτησης
του καπιταλισμού γενικά, ολικά, απόλυτα, θα καταρρεύσει υπό το βάρος της
απογοήτευσης και των ανυπέρβλητων δυσκολιών που δημιουργεί με τον χρόνο η
κρίση, η οποία πλέον γίνεται δομική, και ουσιαστικά δεν ξεπερνιέται ποτέ.
Μέσα
από την κρίση ξεπηδά ο αντιδραστικός μεταμοντερνισμός και ο νεοσυντηριτισμός
και στη συνέχεια ο νεοφιλελευθερισμός και
ο ταξηφιλελευθερισμός, που θα δημιουργήσουν ασφυκτικές πλέον συνθήκες για την
όποια ριζοσπαστική αμφισβήτηση. Η δε γενικευμένη κοινωνική αποσάρθρωση που
δημιουργείται και η οποία με την παγκοσμιοποίηση αποκτά σχεδόν καθολικές διαστάσεις, δεν αφήνουν
έδαφος για ανθρωπιστικές ή νεοανθρωπιστικές θεωρίες. Ακόμη δε χειρότερα: Η
κρίση του 2008 εισάγει την κοινωνία σε μια παρατεταμένη, διαρκή αποδόμηση, με
μόνο στοιχείο συγκρότησης – αναφοράς την όλο και μεγαλύτερη οικονομική δύναμη,
τη διαρκή οικονομική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση, με ταυτόχρονη ισχυροποίηση
των πολεμοχαρών στρατιωτικών μπλοκ, δυνάμεων, ο οποίες οδηγούνται μάλιστα σε αυτοεπαναλαμβανόμενες μικρές προς
το παρόν πολεμικές συρράξεις,
ανατροφοδοτήσεις της οικονομικής γιγάντωσης και της πολιτικής –
πολεμικής ισχύος, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η
Κριτική θεωρία από την εμφάνισή της, και υπό την επήρεια των νέων θεωρητικών,
φυσικών και μαθηματικών θεωρητικοποιήσεων, αλλά πρώτιστα μέσα στο
γενικότερο ριζικά αμφισβητησιακό και
διαρκώς καινοτόμο πνεύμα που δημιούργησε η μοντέρνα τέχνη και ο μοντερνισμός
γενικότερα ως αισθητικό και ως πολιτισμικό και θεωρητικό κίνημα, έφθασε σε μια
δομικά και μόνιμα αντιθετικιστική σύλληψη – θεωρητικοποίηση. Και υπό την
επήρεια ακόμη του Νίτσε, του Σοπενχάουερ και του Μπέρξον ξεπέρασε το βαρίδι του
θετικισμού που κουβαλούσαν οι κοινωνικές επιστήμες και οι κοινωνικές θεωρίες
από το 1850 και μετά, μέσα στο γενικότερο κλίμα της υποχώρησης της επανάστασης
μέχρι τότε, και άνοιξε το κεφάλαιο της κριτικής ή κατ’ άλλους μετακριτικής1* διαρκούς,
μόνιμης διαλεκτικής, συνθετικής ή συνθεσιακής αβεβαιότητας. Η σκέψη πλέον συλλαμβάνεται
ως ένα διαρκές κινητό αυτονομιμοποιούμενο και αυτοθεσμιζόμενο, με βάση και
αναφορά τη θεωρησιακή συνείδηση του διανοούμενου, του επαναστάτη θεωρητικού
ιδεολόγου και συνάμα αντι-ιδεολόγου2*. Συγχρόνως η κριτική θεωρία ανοίγει
δημιουργικά νέους δρόμους έρευνας: φαινομενολογία, ψυχανάλυση, επιστημολογία,
και κυρίως αναδεικνύει σε κεντρική την
Αισθητική. Η μοντέρνα τέχνη είναι πλέον η μόνη κοινωνική ολότητα που όχι μόνο
περιλαμβάνει την κοινωνική κίνηση, τα κοινωνικά κινήματα που εκφράζει
διαλεκτικά την κοινωνία, που εργάζεται συνειδητά για το ξεπέρασμα, αλλά κυρίως
είναι η νέα δυναμική, διαλεκτική έκφραση με διαρκή την εγγενή, την εμμενή και
την υπόρρητη τάση προς το ξεπέρασμα. Η μοντέρνα τέχνη και η αισθητική της
συνιστούν τις νέες δυναμικές, εναλλακτικές ολότητες απέναντι στην κυριάρχηση,
την αλλοτρίωση και την ορθολογικοποίηση.
Η
νέα δυναμική, διευρυμένη και εμπλουτισμένη δημιουργική θεωρητική σύνθεση, που
συγκροτεί σιγά-σιγά την κριτική θεωρία, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις μιας
ευρύτερης συνειδητοποίησης. Δεν περιορίζεται σε μια θεωρητικοποίηση, απόλυτα
αναγκαία και σημαντική καθαυτή, των αισθητοκαλλιτεχνικών πρωτοποριών, αλλά
αναζητά τους δρόμους για τη μεγάλη ρήξη, για την ανάδυση του νέου εναλλακτικού
και δομικού αντιαλλοτριωτικού-ανθρωπιστικού σχεδίου, του μόνου που μπορεί να
δώσει μια ορθολογική και συνάμα μια πλήρη και συγκροτημένη (adéquate) ιστορικοκοινωνική προοπτική στον χειμαζόμενο
άνθρωπο. Η κουλτούρα αναβαθμίζεται σε μια εξέχουσα βαθμίδα-οντότητα, πεδίο
δραστηριότητας, σε τέτοιο βαθμό που και στη συνέχεια του Γκράμσι, η Κριτική
θεωρία εργάζεται συνειδητά και με όρους πάντοτε πρωτοπορείας για τη γενικότερη
πνευματική και όχι μόνο αναβάθμιση του ανθρώπου και δια μέσω της κουλτούρας,
δια του αγώνα με όρους πάντοτε πρωτοπορίας και σε επίπεδο κουλτούρας.
Με
άλλα λόγια, γλυτώνοντας από τα βαρίδια του θετικισμού η κριτική θεωρία
αναδεικνύει τη σημασία της υποκειμενικότητας, της δράσης της, και πριν από όλα
της συνειδητοποίησής της. Έτσι όταν διαδίδονται, ιδίως οι θεωρίες του Μαρκούζε
για την απελευθέρωση, την ολική κριτική, ακόμη και η ριζοσπαστική κριτική της
του συστήματος, διαμορφώνονται οι όροι για την ανάδυση της Νέας Επαναστατικής
Αριστεράς, της διάδοσης της αμφισβήτησης, της συστηματοποίησης της κριτικής.
Της ανάδειξης ακόμη και της αναγκαίας προοπτικής της ρήξης ως μια υπαρκτή πλέον
δυνατότητα.
Ο
ιστορικός αντιθετικισμός της Κριτικής θεωρίας,
υπό την επίδραση των νέων δημιουργικών (: για τη δημιουργία αντιλήψεων),
θεωρητικοποιήσεων από τον Μπερξόν και άλλους φιλοσόφους των αρχών του ΧΧου αι.,
αποτέλεσε την προϋπόθεση για τη σύλληψη της δυνατότητας διαρκούς
στοχαστικότητας εκ μέρους του ενεργού, δρώντος, πλέον και σκεπτόμενου διαρκώς υποκειμένου, το οποίο έτσι καλείται να παίξει
πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία. Η κριτική στοχαστικοτητα δεν έχει νόημα
καθαυτή, αλλά στο βαθμό που μπορεί να συνδεθεί με την ιστορική απελευθερωτική
προοπτική, μπορεί ν’αποκτήσει ακόμη και χαρακτηριστικά υλικής δύναμης στο χώρο
της τέχνης, της κουλτούρας και κυρίως της κοινωνικής πράξης ή πρακτικής. Έτσι η
κριτική θεωρία επανασυνδέεται με την ξεχασμένη πράξη, και γίνεται μια νέα
σύγχρονη πάντοτε κριτική φιλοσοφία της πράξης, επικεντρωμένη στην
απελευθερωτική πράξη, για την απελευθερωτική πράξη. Η απελευθέρωση ειδικά μετά
το Μονοδιάστατο άνθρωπο4, είναι η κεντρική
ιδέα, η νέα κατάσταση προς την οποία προσβλέπει
η κριτική θεωρία προκειμένου να γίνει ιδεολογική δύναμη, με σύγχρονους
όρους. Και στο επίπεδο της βάσης
(κριτική ανάλυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ανάγκη ριζικής αλλαγής της
ολικής κατάργησης της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας, ολικής κατάργησης της
αλλοτριωτικής φύσης της εργασίας), αλλά και σε επίπεδο εποικοδομήματος: Κριτική
– κατάργηση των αλλοτριωτικών σχέσεων που επέβαλε η βιομηχανία της κουλτούρας,
η μαζική τέχνη, η μόδα, η κοινωνία της ευημερίας, η παραγωγικίστικη (productiviste) παιδεία και
εκπαίδευση: Απελευθέρωση της τέχνης και της κουλτούρας, κατά το μοντέλο του
Αμερικάνικου αφηρημένου εξπρεσιονισμού, του Μπέκετ, του Αντονιόνι κ.α.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1*. Υπέρ της μετακριτικής ήταν ο Χορκχάϊμερ στο κείμενό του, Παραδοσιακή και κριτική θεωρία (Έρασμος), ο Αντόρνο στην Dialectique négative
(Payot), ο Λεφέβρ στη Métaphilosophie (Syllepse) κ.α., ενώ άλλοι
θεωρητικοί όπως ο Μαρκούζε παρέμειναν πιο κοντά στο πνεύμα της κριτικής
θεωρίας. Βλ. την κριτική προσέγγισή μας για το θέμα, στο Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση (Ζήτη), Η εποχή της καθορισμένης άρνησης (Αρμός) και αυτόθι. Το ερώτημα: Κριτική θεωρία ή
μετακριτική, είναι πάντοτε ένα κρίσιμο θέμα, αλλά εξαρτάται πάντοτε από την
οπτική γωνία από την οποία κάποιος το εξετάζει. Η κριτική συνδέεται περισσότερο
με μια δυναμική οπτική της όλης θεωρητικοποίησης, ενώ η μετακριτική με μια
στοχαστική-αναστοχαστική διάσταση…
2*. Για αυτό το εξαιρετικά
σημαντικό θέμα της ουσιαστικά σύγχρονης (θα λέγαμε και δίδυμης) υπόστασης,
λειτουργίας των θεωρητικών της Σχολής της Φρανκφούρτης ως κριτικών ιδεολόγων
και ως αρνητικών της ιδεολογίας: αντι-ιδεολόγων ολικά ριζοσπαστών, βλ. το
κείμενό μας «Αντι-ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις» στη Θεωρία πολιτισμού (Ψηφίδα, τ.Ι.). Είμαστε ίσως οι μόνοι που έχουμε
επισημάνει και αναδείξει με έμφαση αυτή την εξαιρετικά σημαντική, όσο και
πρωτότυπη διάσταση της όλης θεωρητικής πρακτικής των φρανκφουρτιανών θεωρητικών,
επισήμανση που μας άνοιξε το δρόμο για τη σημαντική μετακριτική θεωρητικοποίησή
μας στη συνέχειά τους. Βλ. εκτός από το Θεωρία πολιτισμού (Ψηφίδα τ. Ι.), και Προς τη Μεταπαγκοσμιοποίηση (Ζήτη), Η εποχή της καθορισμένης άρνησης (Αρμός)
και αυτόθι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Εκδ. Έρασμος.
2.
Εκδ. Έρασμος.
3.
Βλ. τα βιβλία μας,
Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός.
4.
Εκδ.
Παπαζήσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου