Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ

ΣΧΟΛΗ  ΤΗΣ  ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ*

Η αντορνική καθορισμένη άρνηση. Λόγος αποσπασματικός και παρατακτικός.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Παρά το γεγονός ότι μελετάω την κριτική θεωρία από την χούντα και από τότε θεωρώ τον εαυτό μου φρανκφουρτιανό, δεν έχω γράψει πολλά κείμενα που να ασχολούνται άμεσα με αυτήν.  Ουσιαστικά μόνο το κείμενο που δημοσίευσα στον Πολίτη και μετά στη Ν. Κοινωνιολογία και στη συνέχεια διορθωμένο και συμπληρωμένο στην  Θεωρία πολιτισμού1, που ήταν περίληψη-σύνοψη των δύο εισηγήσεων-μαθημάτων μου στο Τμήμα Εικαστικών τεχνών του Παν/μιου Παρίσι 8 (καθ. Α. Κολμεναρέζ) αναφέρεται άμεσα και με ένα εισαγωγικό χαρακτήρα στην κριτική θεωρία. Σε πολλές διαλέξεις ή εισηγήσεις σε συνέδρια ή σε στρογγυλά τραπέζια στη συνέχεια αναφερόμουν συνέχεια στην κριτική θεωρία, σε πτυχές της, σε θεωρητικοποιήσεις της κ.τ.λ., αλλά και πάλι περιορισμένα ή κατά περίπτωση, σε σχέση με το υπό διαπραγμάτευση πάντοτε θέμα.  Σε όλα τα κείμενά μας κάνουμε αναφορές στη κριτική θεωρία, αλλά για λόγους μεθοδολογίας έχουμε αποφύγει τις συστηματικές παρουσιάσεις της.

Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι όλα τα κείμενά μας στηρίζονται στην κριτική θεωρία, αναπτύσσουν θεματικές της, διευρύνοντάς τες ή προσαρμόζοντάς τες δημιουργικά στα σύγχρονα δεδομένα. Ή ακόμη και κυρίως προσπαθούμε να διερευνούμε τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα υπό την οπτική της κριτικής θεωρίας, ταυτόχρονα ανασυγκροτώντας τα, ώστε η νέα αυτή θεωρητικοποίηση - κριτική ν’ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της αναγκαίας ερμηνείας των συνθηκών σήμερα, οι οποίες μάλιστα έχουν αλλάξει ριζικά με την παγκοσμιοποίηση, υπό την προοπτική της αναγκαίας και επιβαλλόμενης συνειδητής αλλαγής τους: Της αναγκαίας  ριζικής δηλαδή αλλαγής των σύγχρονων ολικά απάνθρωπων κοινωνικών συνθηκών.

Οι αναφορές που θα κάνουμε στη συνέχεια για τις εισηγήσεις, τις διαλέξεις, κ.τ.λ. που έχουν μια πιο άμεση σχέση με την κριτική θεωρία, εντάσσονται στη λογική της μετακριτικής θεωρητικοποίησης που έχουμε εισηγηθεί από το Ιδεολογική κριτική2 και αισθητική ήδη, και θα συνεχίσουμε σταθερά, αναπροσαρμόζοντας και διευρύνοντάς τες, υπό το φως πάντοτε της θεωρητικής επεξεργασίας των διαρκώς νέων κοινωνικών δεδομένων. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη και όλα τα άλλα κείμενά μας, δημοσιευμένα3 και αδημοσίευτα, μπορεί κάποιος να σχηματίσει μια εικόνα της όλης έρευνας μας, αλλά κυρίως να έχει μια βάση κριτικών και μετακριτικών θεωρητικοποιήσεων, με στόχο πάντοτε τη διερεύνηση της δυνατότητας πραγματοποίησης της απελευθέρωσης. Έρευνα καθαυτή  στον χώρο της κριτικής θεωρίας δεν νοείται, ούτε έχει νόημα. Αντίθετα η έρευνα πάντοτε υπόκειται ή εντάσσεται στις απαιτήσεις της αναγκαίας  και επιβαλλόμενης συνειδητοποίησης της απελευθέρωσης. Αυτή ήταν και παραμένει η μέγιστη εισφορά της κριτικής θεωρίας ως το καταστάλαγμα των ιστορικών και των νεώτερων κοινωνικών   αγώνων και των άμεσων ή και γενικότερων θεωρητικοποιήσεων της ανθρωπότητας για αυτογνωσία, αυτοσυνείδηση, αυτοπροσδιορισμό.

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ:ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΦΕΤΗΡΙΑΚΑ ΘΕΩΡΙΑ. ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ.

I

Η νέα μεθοδολογική-επιστημολογική προσέγγιση-επανάσταση που εισήγαγε από τα πρώτα χρόνια  της συγκρότησής της η κριτική θεωρία: Η σχετικοποίηση-διαρκής διαλεκτικοποίηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, ενώ συγχρόνως συλλαμβάνει το κοινωνικό είναι μόνον ως ιστορικό-κοινωνικό γίγνεσθαι.

Ο κεντρικός χαρακτήρας στο όλο μοντέλο της κριτικής θεωρίας του μοντερνισμού, ως κοινωνικό – πολιτισμικό – ιδεολογικό και συνάμα αισθητικό σχέδιο. Πρόκειται  για ένα σχέδιο δομικά ανανεωτικό, καινοτόμο, ριζοσπαστικό, ρηξικέλευθο. Ανθρωπιστικό, ολικό4. Η κριτική θεωρία των πρωτοπορειών, αισθητοκαλλιτεχνικών και κοινωνικών.

Η θεωρητικοποίηση  της Κοινωνικής θεωρίας για την αυταρχική οικογένεια, για τον αυταρχικό-ολοκληρωτικό νεοκαπιταλισμό και το κράτος, η ριζική κριτική της νέας κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας που εισήγαγε ο νεοκαπιταλισμός και η κριτική της της αναδυόμενης βιομηχανίας της κουλτούρας5.

Η νέα και πρωτοποριακή θεωρία της, της ενσωμάτωσης, λειτουργικής και κυρίως δομικής6.

Κριτική θεωρία: Ένα αυτόνομο, αυτοτελές ανοιχτό μοντέλο, έγκυρο και δυναμικό και έτσι ανανεούμενο στο διηνεκές, όσο υπάρχει καπιταλισμός. Ειδικά την εποχή της παγκοσμιοποίησης, πάντοτε επικαιροποιημένο,  είναι πιο επίκαιρο, αναλυτικό, ερμηνευτικό, ριζοσπαστικό περισσότερο από ποτέ7.

 

Από την Κριτική θεωρία στη Μετακριτική, στη μετα-αισθητική και γενικότερα τη Μεταφιλοσοφία8. Η ιδιαιτερότητα του  H. Lefebvre9.

 

Η θεωρία της γνώσης του Χάμπερμας10, ως μια εφαρμογή – συγκεκριμενοποίηση της κριτικής θεωρίας στο κρίσιμο αυτό πεδίο με διαλεκτικό-μετακριτικό τρόπο, αναδεικνύει μια κρίσιμη διάσταση της κριτικής – γνωστικής – γνωσιακής θεωρίας πλέον και στον διαρκή αγώνα τους για απομυστικοποίηση11 από την ολικά ψευδή συνείδηση του συστήματος, και έτσι  αναδεικνύει την ξεχασμένη, καταπιεσμένη κριτική δυνατότητα του Λόγου.

Συγχρόνως έτσι υποβοηθιέται η καλύτερη και η σωστότερη-διαλεκτικότερη- κατανόηση των μηχανισμών αποϊδεολογικοποίησης του συστήματος. Με βάση την κριτική θεωρία της γνώσης που εισηγείται ο νεαρός Χάμπερμας, είναι δυνατή πλέον η συστηματική κριτική διανοητική (conceptuelle) ανασυγκρότηση της σκέψης, με στόχο τον προσδιορισμό της δύσκολα διαφορετικά συλλήψιμης κυριάρχησης, η οποία επικαλύπτεται από πολλαπλές στρώσεις αλλοτρίωσης, απολίθωσης, ορθολογικοποίησης κ.α.

Η αυτόνομη γνωστική-γνωσιακή λειτουργία της κριτικής θεωρίας δυστυχώς παρέμεινε στη συνέχεια σε μια λανθάνουσα κατάσταση, καθόσον ο μεν Χάμπερμας μεταστράφηκε προς το σύστημα, οι δε νεότεροι  κριτικοί διανοούμενοι δεν συνέχισαν αυτό το δύσκολο δρόμο, υποτασσόμενοι χωρίς ενδοιασμούς στις δομές της  κυριάρχησης, χωρίς να έχουν στόχο πλέον και αυτοί την κριτική του (συστήματος) υπό την οπτική της αλλαγής του, για να παραφράσουμε τον νεαρό Μαρξ. Η λειτουργία της γλώσσας και της σκέψης πρέπει οπωσδήποτε να διερευνηθούν και να φωτιστούν σήμερα, στη συνέχεια και των πρώτων ρομαντικών της Ιένας, πάντοτε υπό την οπτική της ριζοσπαστικής αλλαγής του κόσμου. Διαφορετικά η όποια γλώσσα-λόγια και η όποια θεωρία της γνώσης καθαυτή όχι μόνον   δεν έχουν κανένα νόημα, αλλά και συσκοτίζουν τον στόχο της απελευθερωτικής πράξης, ερευνητικής, επιστημονικής, θεωρητικής αλλά και πρώτιστα κοινωνικής.

Η πολιτική θεωρία του Χάμπερμας, κράτος12 αυταρχισμός13-Αυτονομία14 του υποκειμένου, ανασυγκροτούν την ενότητα θεωρίας και πράξης15, της θεωρίας της επικοινωνιακής δράσης, της ιστορικής κριτικής θεωρίας, των νέων κριτικών  θεωρητικοποιήσεων,  καλύπτοντας μάλιστα ένα σχετικό κενό της κριτικής θεωρίας. Στη συνέχεια όμως η προσπάθεια αυτή ανασυγκρότησης  - επικαιροποίησης – διεύρυνσης της κριτικής θεωρίας εγκαταλείπεται από τον Χάμπερμας, μπροστά στον φόβο της αμφισβήτησης της νεοταξικής νομιμότητας. Η αναγκαία πλέον  νέα ανασυγκρότηση του ιστορικού - κριτικού σχεδίου: Η σύνθεση των ορθολογικοτήτων16, νεώτερων και παλαιότερων σε ένα νέο κριτικό και διαλεκτικό όλον παραμένει πάντα ως σχέδιο μέσα στο σύγχρονο άκρως, έως ολικά, ανορθόλογο και τοξικό  περιβάλλον της δομικά αποδομητικής – τοξικής, αυταρχικής παγκοσμιοποίησης.

Η κριτική θεωρία ως κριτική της ιδεολογίας ή ως ιδεολογική κριτική17, πάντοτε ως κριτική της αλλοτρίωσης και της συνειδητοποίησης της σκεπτόμενης και δρώσας υποκειμενικότητας της αναγκαιότητας του ξεπεράσματός της, της αναγκαιότητας της απελευθέρωσης γενικότερα. Πάνω ακριβώς σε αυτή τη σύλληψη της κριτικής θεωρίας ως μιας συστηματικής θεωρίας της απελευθέρωσης, ή ως μια απελευθερωτικής συνειδητά θεωρίας γενικά, ολικά, από κάθε μορφή της κοινωνικής διαίρεσης της εργασίας ειδικότερα. (Πλάτωνας, νεαρός Μαρξ, Ζ. Φρηντμάν).

 

Η κριτική θεωρία ως ιδεολογική κριτική στη συνέχεια της κριτικής της ιδεολογίας του νεαρού Μαρξ ως δομικά αλλοτριωτικής και της γκραμσιανής σύλληψης για την ιδεολογική ηγεμονία των κατώτερων τάξεων  και της κριτικής της ολικής πραγμοποίησης του νεαρού Λούκατς.

 

Η κριτική θεωρία είναι απελευθερωτική, για την απελευθέρωση. (Πρόκειται για μαρκουζεϊκή ανάγνωση του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης). Διαφορετικά δεν έχει νόημα. Δεν υπάρχει κριτική θεωρία που να μην είναι απελευθερωτική. Η ανάγνωση μας προτάσσει την απελευθερωτική-απελευθερωσιακή διάσταση της Κριτικής θεωρίας, σε αντίθεση με το πανεπιστημιακό μανταρινάτο, που ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τα προβλήματα μεθοδολογίας και επιστημολογίας που αυτή ανέδειξε, καθαυτά οπωσδήποτε πολύ σημαντικά, αλλά άνευ αξίας χωρίς τη σύστοιχη με αυτή απελευθερωτική-απελευθερωσιακή οπτική, προοπτική, διάσταση. Αυτή τη θέση και η αντίστοιχη θεωρητική πρακτική δεν επαναφέρει υποχρεωτικά μια τελεολογική αντίληψη της ιστορίας, και ακόμη λιγότερο τη σύλληψη της ιστορίας ως υποχρεωτικά τελεολογική. Αλλά αν δεν υπάρχει η απελευθερωτική οπτική, μπορεί να χαθεί κάθε κριτική διάσταση, καθόσον  η όλη κριτική θεωρία θα είναι ευνουχισμένη, άνευρη, απο - ιδεολογικοποιημένη.

 

Η κριτική θεωρία ως ολότητα, ως θεωρητικοποίηση της ολότητας, της ολικά καθορισμένης άρνησης (Aντόρνο), της Μεγάλης άρνησης (Μαρκούζε) ως θετικότητα, ως η μόνη θετικότητα και στις δύο περιπτώσεις που έχει νόημα, υπόσταση στον ύστερο και σήμερα στον ολικά απάνθρωπο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

 

Η κριτική θεωρία ως πράξη, ως θεωρητική-ερευνητική πράξη με βάση τις ιδεολογικές και θεωρητικές κατακτήσεις του επαναστατικού κινήματος του 19ου και των αρχών του ΧΧου αι., με αναφορά τα προτάγματα των κοινωνικών επαναστάσεων των αρχών του ΧΧου αι. Ως κωδικοποίηση και παρακαταθήκη τους, που παραπέμπουν στη συνεχή εμβάθυνση, διερεύνηση, συστηματοποίηση, επικαιροποίηση σύμφωνα με τις συνεχείς ιστορικοκοινωνικές μεταλλαγές μέχρι σήμερα. Χωρίς το κίνημα δεν υπάρχει κοινωνική θεωρία, ακόμη και το ηττημένο και χωρίς τη θεωρία δεν υπάρχει κοινωνικό κίνημα. Αυτό είναι το βασικότερο συμπέρασμα πρόταγμα της Κριτικής θεωρίας με ανθρωπιστικούς πάντοτε όρους.

 

Κριτική θεωρία – Αισθητική: Σχέσεις πολύπλοκες, ακόμη και αντιφατικές. Στην ώριμη αντορνική περίοδο, η κοινωνία  θεωρητικοποιείται ως ολότητα, μέσα στην τέχνη. Αλλά και η τέχνη είναι η ολότητα. Στην ύστερη αντορνική περίοδο18 όταν η μοντέρνα τέχνη περνά στη σύγχρονη εποχή, μιλούμε πλέον για τέχνες, για μοντέλα, για μορφές. Πάντοτε κοινωνικές αλλά πολύμορφες. Στην Αισθητική διάσταση19 (τελευταίο έργο του Μαρκούζε) η τέχνη είναι πάντοτε θετική, η Αισθητική ανθρωπιστική, διαπαιδαγωγική της ανυπακοής, της εξέγερσης και της Μεγάλης ρήξης, και κατά τούτο θετική.

Η αρνητική διαλεκτική20 και η αρνητική αισθητική21 του Αντόρνο, αναγιγνώσκονται θετικά από τον Μαρκούζε.  Προέχει το καθήκον της συνειδητοποίησης από το υποκείμενο της αναγκαίας και επιβαλλόμενης εξέγερσης για τη χειραφέτηση από το ολικά αυταρχικό και αλλοτριωτικό μονοπωλιακό καπιταλισμό. Σε κάθε περίπτωση η τέχνη είναι ένα κοινωνικό22 αντινομικό φαινόμενο, στην καρδιά των κοινωνικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων και τις οποίες εκφράζει πάντοτε δυναμικά, ανατρεπτικά, χειραφετησιακά. Ανάγνωση της τέχνης χωρίς την κοινωνική διάσταση, όπως έλεγε ο Χάουζερ,  και ο οποίος είχε επηρεάσει τον Αντόρνο και τον Μαρκούζε, αλλά όλη τη νεότερη μαρξιστική νεο-ουμανιστική γενιά,  δεν έχει νόημα. Η μοντέρνα τέχνη, ιστορικά ως νεοανθρωπιστική ήταν η έκφραση της άρνησης της υπάρχουσας  ολικά αλλοτριωμένης κοινωνίας.

Κριτική θεωρία. Η τέχνη στο επίκεντρο των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, ανταγωνισμών, αντινομιών. Εξέλιξη της τέχνης σε συνδυασμό με την εξέλιξη της κοινωνίας στις διαλεκτικές αλληλοεπιδράσεις, αλληλοδράσεις, αλληλοσυσχετίσεις.

Κριτική θεωρία και Σωκράτης23.

Αισθητική εσωτερική και εξωτερική, και συγχρόνως πάντοτε κοινωνική, στο επίκεντρο των κοινωνικών αντιθέσεων, ως διαρκής διαλεκτική έκφραση του κοινωνικού κινητού. Το ζητούμενο είναι πάντοτε το ξεπέρασμα, το δύσκολα πραγματοποιούμενο  ξεπέρασμα. Αισθητική, κοινωνική, λοιπόν, με μπούσουλα την ανίχνευση διεξόδων και ξεπέρασμα της ολικά αλλοτριωμένης σύγχρονης ανθρώπινης συνθήκης, ειδικά στην περίοδο της αποϊδεολογιμοποιούσας παγκοσμιοποίησης. Η Αισθητική της κριτικής θεωρίας ως θεωρητικοποίηση πάντοτε της τέχνης των πρωτοποριών στην ανυπέρβλητη προσπάθεια της αναζήτησης του ξεπεράσματος.

Η κριτική θεωρία χωρίς την απελευθερωτική-χειραφετησιακή διάσταση δεν υπάρχει, δεν έχει νόημα, και σε κάθε περίπτωση είναι χωρίς ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον για γνώση των κοινωνικών συνθηκών υπό την οπτική της αλλαγής τους, συμφωνα με την 11η θέση για τον Φόϋερμπαχ του Μαρξ.

Η κριτική θεωρία δεν είναι μια «κοινωνική» επιστήμη άνευρη και αποϊδεολογικοποιημένη. Ακόμη και  η υποτιθέμενη απο-ιδεολογικοποίηση ή μη ιδεολογικοποίηση για ν’αποφύγει υποτίθεται το δογματισμό είναι και αυτή μια ιδεολογία και μάλιστα αντιδραστική. Προσπαθεί να παρακάμψει το κοινωνικό πρόβλημα και την κριτική-απελευθερωτική της ανάγνωση, πριμοδοτώντας μια ειδικής μορφής, ιδεολογία και μάλιστα άκρως τοξική και γενικότερα απροσανατολιστική. Η ιδεολογικοποίηση δεν είναι καθαυτή ποτέ αρνητική, υπό την προϋπόθεση ότι θα ενέχει ή θα οδηγεί (ή και τα δύο) σε μια συνειδητοποίηση της ύπαρξης της ολότητας της ψευδούς συνείδησης, της αλλοτρίωσης, της πραγμοποίησης και της ορθολογικοποίησης, υπό την οπτική πάντοτε του ξεπεράσματός τους. Έτσι η ιδεολογικοποίηση θα οδηγεί σε μια κριτική ιδεολογία, σε μια δύναμη των ιδεών, όπως θα έλεγε και ο Γκράμσι, χωρίς την οποία δεν θα υπάρξει ποτέ κατανόηση, και ακόμη λιγότερο συνειδητοποίηση από την κοινωνική υποκειμενικότητα, υπό την προοπτική να γίνει από καθαυτή  δια αυτή, όπως τόνιζε με έμφαση και ο Σαρτρ, στη συνέχεια του νεαρού Μαρξ.

ΙΙ

Η κριτική θεωρία είναι μια ανοιχτή διαλεκτική. Αρχικά παρέμεινε μέσα στο πνεύμα του αριστερού χεγκελομαρξισμού, προκρίνοντας το ξεπέρασμα και τη σύνθεση, αλλά μέσα από τις πολλαπλές έρευνές της του διαρκώς μετασχηματιζόμενου καπιταλισμού προς τη μονοπωλιοποίηση και την αυταρχικοποίηση και υπό την επήρεια των ανοιχτών-απελευθερωτικών μοντέλων που εισήγαγε  καινοτόμα και διαρκώς η μοντέρνα τέχνη, ιστορική και νεώτερη, διεύρυνε συνέχεια το πεδίο της. Έτσι το όλο μοντέλο της έφθασε σε ένα ξεπέρασμα της αυστηρής χρονικότητας, σε ένα κάποιο τουλάχιστον ξεπέρασμα,  με αποτέλεσμα και το αντίστοιχο ξεπέρασμα της τελεολογίας, ιστορικής, θεωρητικής, ιδεολογικής, χεγκελιανής πρωταρχικά προέλευσης. Συγχρόνως το άνοιγμα του πεδίου οδήγησε την κριτική θεωρία σε μια διευρυμένη, ανοιχτή θα λέγαμε (αν επιτρέπετε ο όρος, κατά την έννοια του ανοιχτού συστήματος, που εισήγαγε ο σημειολόγος Ου. Έκο) διαλεκτική προς το διαρκώς άλλο, το ξεπέρασμα της αλλοτρίωσης κ.τ.λ. Έτσι, η κριτική θεωρία εισηγείται και μια νέα κριτική και διευρυμένη επανάγνωση της ιστορίας της φιλοσοφίας από τις απαρχές της μέχρι σήμερα, πριμοδοτώντας το στοιχείο της εμμενούς αρνητικής διαλεκτικής της, της ακηδεμόνευτης, της αδέσμευτης, της αυτόνομης αρνητικής διαλεκτικής της, προς το διαρκές ξεπέρασμα, ιστορικό, κοινωνικό, γνωσιολογικό, ιδεολογικό, αισθητικό. Δυστυχώς αυτή η ιστορικής σημασίας κριτική επανάγνωση της ιστορίας της φιλοσοφίας όχι μόνον δεν  ολοκληρώθηκε αλλά έμεινε στο αρχικό στάδιο της, λόγω του πρόωρου θανάτου του Αντόρνο. Έκτοτε οι μαθητές  και οι επίγονοι, αντί να συνεχίσουν αυτό το δύσκολο, καινοτόμο και ριζοσπαστικό έργο με σύγχρονους όρους, περιορίστηκαν στην φρανκουρτολογία και την αντορνολογία ή μεταστράφηκαν προς τον αναθεωρητισμό  (βλ.  ύστερος Χάμπερμας κ.α.). Παρόλο σήμερα που η κρίση έχει πάρει άλλες, γενικότερες, ακόμη και παγκόσμιες διαστάσεις, λόγω των δομικών αλλαγών που έχει επιφέρει η παγκοσμιοποίηση, πρέπει να συνεχίσουμε προς συστηματοποίηση και την εμβάθυνση των ερευνών της κριτικής θεωρίας, με στόχο μια νέα επαναδιαλεκτικοποίηση, όχι μόνο λογική, μεθοδολογική, φιλοσοφική, αλλά πρώτιστα κοινωνική, στην εποχή που η ποπεριζασιόν, pauperisation oνπερισασιόν-φτωχοποίηση, εξαθλίωση) έχει γίνει κυρίαρχη κατάσταση παγκόσμια και μάλιστα η απόλυτη, σύμφωνα με το ξεχασμένο σχήμα του Μαρξ.

 

Κριτική θεωρία, ποπεριζασιόν, σχετική και απόλυτη, αποπολιτισμοποίηση (décivilisalion).  H κριτική θεωρία αντιμετώπισε κριτικά την τάση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης που δημιούργησε ο νεοκαπιταλισμός μετά το 1945, φθάνοντας ακόμη ν’αναζητήσει ένα άλλο δυνητικό υποκείμενο. Για αυτό ο Μαρκούζε θεωρητικοποίησε τις ριζοσπαστικές δυνατότητες της νεολαίας υπό την επήρεια του βρώμικου πολέμου στο Βιετνάμ, και τη γενικότερη διεθνή  κινητοποίηση που προκάλεσε. Ακόμη στην εναλλακτική αυτή προβληματική του (αν και δεν υπήρχε αυτός ο όρος τότε) ενέταξε τους περιθωριοποιημένους, τις μειοψηφίες κ.τ.λ.

Όλα αυτά μέχρι το 1975-78-80 είχαν κάποιο νόημα, ειδικά αν λάβουμε υπόψη και τις μεγάλες εξεγέρσεις του Μπέρκλεϋ, του Μάη του 68, του φθεινόπωρου του 69 στην Ιταλία κ.τ.λ. Όμως η κρίση του 1973 οδήγησε το σύστημα να αλλάξει πολιτική και αντί να τείνει να ενσωματώνει την εργατική τάξη, όπως έκανε μέχρι τότε από το 1945, άρχισε μέσα από τις σκληρές πολιτικές που εφάρμοσε με διάφορες παραλλαγές από  χώρα σε χώρα, με προεξάρχουσα την ΤΙΝΑ στη Μ. Βρετανία με την Θάτσερ, την απόρριψη (éxclusion), η οποία επιτάθηκε και με την πολιτική της συστηματικής αποβιομηχάνισης των αναπτυγμένων δυτικών καπιταλιστικών χωρών και τη μαζική μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα. Έτσι ο αναπτυγμένος καπιταλισμός συνέχισε να αναπτύσσεται παρά τη συνεχή κρίση του, να παγειώνει την όλο και περιοριζόμενη κοινωνική κυριαρχία του και έτσι να γίνει πιο δυνατός ίσως παρά ποτέ (φαινομενικά τουλάχιστον), χωρίς μάλιστα σοβαρό ενιαίο κοινωνικό υποκείμενο που να αμφισβητεί εσωτερικά την κυριαρχία του, η οποία γίνεται όλο και περισσότερο απόλυτη, ολική, δεσποτική, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό και με τέτοιο τρόπο, με τέτοια αποτρόπαια μορφή που παραπέμπει σε προκαπιταλιστικούς – δεσποτικούς σχηματισμούς.

Συγχρόνως  μεγάλωσαν τα παιδιά των εργαζόμενων μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και ιδίως στη Γαλλία, αλλά ενώ εξεγείρονται ενάντια στο σύστημα, δεν έχουν έναν εναλλακτικό κοινωνικό ριζοσπαστισμό, ούτε μια εναλλακτική ιδεολογία, ει μη μόνο την επανεύρεση της χαμένης σχέσης τους με τις ρίζες τους, με τη διδασκαλία των Προφητών κ.τ.λ. Έτσι ο πρωτόγονος σαλαφισμός τους δεν μετασχηματίζεται σε ανατρεπτική – αντικαπιταλιστική –  ιδεολογική δύναμη, και ακόμη   χειρότερα τους απομακρύνει από όλη τη διαδικασία (για να χρησιμοποιήσουμε  τον όρο αυτό του Ελίας24, που  επανήλθε πρόσφατα πάλι στην επικαιρότητα) του πολιτισμού. Έτσι οδηγούνται και σε μια πολιτισμική απόρριψη συγχρόνως με την οικονομικοκοινωνική, και το σύστημα συνεχίζει τον εκμεταλλευτικό – απάνθρωπο έργο του ουσιαστικά χωρίς κοινωνικό αντίπαλο δέος, όπως συνέβαινε παλαιότερα. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε σύγχρονη αποπολιτισμοποίηση, με ευρύτερες μάλιστα  συνεπαγωγές και επιπτώσεις, ενώ χάνεται η δυνατότητα μετατροπής της εμμενούς Aufheben του δυτικού καπιταλισμού και πολιτισμού σε  Aufhebung25, δηλαδή στο ξεπέρασμα δια της κοινωνικοπολιτικής και ιδεολογικής πράξης, σύμφωνα με την 11η θέση για τον Φόυερμπεχ, του Μαρξ. Συγχρόνως όσο διαρκεί αυτή η εγγενώς και ενδογενώς αποσυνθετική κατάσταση στο εσωτερικό των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, και η κριτική θεωρία παραμένει ανενεργή, άοπλη, αδύνατη, ανεύρετη. Ακόμη χειρότερα: παύει να έχει και το όποιο ερευνητικό,  θεωρητικό, ιδεολογικό αντικείμενο ή πεδίο, τον όποιο λόγο ύπαρξής της. Από την άλλη ο αγώνας για την απελευθέρωση της σύγχρονης καταδυναστευμένης κυρίως νεολαίας δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί στα χέρια του αντιδραστικού σαλαφισμού.

Δεδομένου ότι υπάρχει το κατάλληλο κοινωνικό έδαφος που έχει δημιουργήσει ο επί σειρά ετών ανεμπόδιστος φιλελευθερισμός  και ταξηφιλελευθερισμός, πρέπει με κάποιο τρόπο να δημιουργηθούν και οι προϋποθέσεις αφύπνισης της εξαρτημένης κοινωνικά νεολαίας σήμερα, της στροφής της προς τη Μεγάλη ρήξη, όπως έλεγε και ο Μαρκούζε. Στην αναζήτηση με οργανικό τρόπο, και μάλιστα από τα κάτω, της επανακοινωνικοποίησης και του επαναπολιτισμού της με όρους ανατροπής και απελευθέρωσης-χειραφέτησης.

Κριτική θεωρία και δίκαιο.

Στο χώρο του δικαίου η κριτική θεωρία δεν κατόρθωσε να εισηγηθεί μια νέα και καινοτόμα θεωρητικοποίηση. Εκτός από την έμφαση που έδωσε ο Χάμπερμας στην έννοια  της αυτονομίας26 στη δεκαετία του 1970 υπό το βάρος των δυνατών ακόμη κοινωνικών κινημάτων και τη γενικότερη θεωρητικοποίηση της κριτικής θεωρίας για τον συνεχή αυταρχισμό του κράτους στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, έτσι ώστε η κυριάρχηση27 να έχει γίνει πλέον η νέα κύρια κατάσταση, δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάτι καινούργιο. Ενώ η κριτική θεωρία ως θεμελιακά κοινωνική θεωρία διερεύνησε και μελέτησε τις συνεχείς κοινωνικές μεταλλαγές, δεν είχε την ίδια πρακτική και στο χώρο του δικαίου. Ενώ ακόμη διερεύνησε την τέχνη και την αισθητική, ειδικά της μοντέρνας τέχνης, οι λεγόμενες πολιτισμικές υπερδοχές: Μουσεία, ιδρύματα κ.α.,  καθώς και το δίκαιο, μία άλλη έκφανση των υπερδομών, δεν  αποτέλεσαν αντικείμενο νέων θεωρητικοποιήσεων. Και τα πολιτιστικά ιδρύματα υπήρχαν ακόμη σε μικρή κλίμακα, σε σχέση με την κατάσταση που δημιουργήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εδώ, όταν το κράτος και το κεφάλαιο αποφάσισαν να επενδύουν μαζικά ένα σημαντικό μέρος των υπερκερδών  τους για να «εκπολιτίσουν» (!!) τον κόσμο, το δίκαιο δεν έπαψε ποτέ να είναι στην καρδιά της κυριάρχησης, να την οργανώνει και να την επιβάλλει ειδικά στην απορρυθμισμένη και άκρως επιθετική ύστερη περίοδό της. Γενικότερα δε η Κριτική θεωρία παρέμεινε πιστή στο πνεύμα του νεαρού Μαρξ να θεωρεί το δίκαιο ως υποδεέστερη κατάσταση από την κοινωνία, και όχι από την οικονομία, όπως ίσως νόμιζε ο Μαρξ, κυρίως ο ώριμος και ο ύστερος, ο οποίος ουσιαστικά ασχολήθηκε ελάχιστα με το κράτος μόνο, στη συνέχεια της Κομμούνας, ενώ  με το δίκαιο αυτοτελώς δεν επανήλθε ουσιαστικά ποτέ, περιοριζόμενος στις ιστορικές αναφορές της νεότητάς του28. Και το πρόβλημα αποκτά κρίσιμο χαρακτήρα, λόγω της απορρύθμισης, η όποια ήταν συγχρόνως και αποθέσμιση των πάντων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι κοινωνίες των πλέον απορρυθμισμένες, βρίσκονται στο έλεος του δίκαιου των ισχυρών, των όλο και ισχυρότερων και των παντοδύναμων παγκόσμια πλέον μονοπωλίων ή και ολιγοπωλίων.

Αποτέλεσμα η κοινωνία να μην μπορεί πλέον να υπάρξει  στοιχειωδώς ως τέτοια και με το φαινόμενο της αποπολιτισμοποίησης πλέον ως γενική κατάσταση των εξαρτώμενων τάξεων, που πολύ συχνά τα μέλη τους είναι και απόγονοι μεταναστών,  γεγονός που συνδέεται με άλλα προβλήματα εξαιρετικά δύσκολα, τα οποία έξω από κάθε πλαίσιο γίνονται εκρηκτικά, χωρίς μάλιστα εύκολη τη διαμόρφωση μιας Αλτενατίβας,  το πρόβλημα αποκτά κρίσιμο, όσο και εξαιρετικό χαρακτήρα, επαναφέροντας στην επικαιρότητα την διαπίστωση του Ησίοδου29, ότι η κοινωνία μόνο στο επίπεδο του δικαίου ορίζεται, και υπάρχει μόνο μέσω αυτού.

* Κείμενο απάντηση-συνέχιση σε ερωτήματα που έγειρε ο Φ. Νικολόπουλος στα κείμενά του, «Η δυναμική της αλληλεπίδρασης κοινωνίας, τέχνης και πολιτισμού και η προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης», Κριτική παρουσίαση του δίτομου έργου του Β. Φιοραβάντε με τίτλο Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, Αθήνα, 2004 και Β. Φιοραβάντε, Προς τη Μεταπαγκοσμιοποίηση, Η Αναγκαιότητα τον Νεοανθρωπιστικού Προτάγματος, Αθήνα, Εκδ. Ζήτη, 2015 που αναρτήθηκαν στα blogs (fioravantesf.blogspot.com και nktkp.blogspot.com) στις 18/7/2023. Προσπάθεια διεύρυνσης και επέκτασης της προβληματικής για την κριτική θεωρία.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1.     Βλ. την πληρέστερη και διορθωμένη εκδοχή του κειμένου, στο Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ.Ι, σσ. 21-36.

2.     Εκδ. Praxis.

3.     Βλ. B.  Φιοραβάντες, Κριτική θεωρία της μοντέρνας τέχνης, Επίπεδο, Σκλάβος, Δίσιγμα, εκδ. Κοινωνική Θεωρία και αισθητική, Αρμός, Θεωρία Πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. ΙΙ, Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός, το αδημοσίευτο τμήμα της Διατριβής μου, τη Maitrise Φιλοσοφίας, τις Σημειώσεις από τα μαθήματά μας κ.α.

4.     Βλ. εκτός από τα ιστορικά κείμενα των θεωρητικών της Σχολής της Φρανκφούρτης και τα αντίστοιχα κείμενα στα βιβλία μας, Κοινωνική θεωρία και αισθητική, Αρμός, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. ΙΙ, καθώς και τα διάσπαρτα κείμενα του καθηγητή μας O. Revault dAllonnes στο διαδίκτυο, την εισήγηση του στο συνέδριο Μοντέρνο-Μεταμοντέρνο (Σμίλη) κ.α.

5.     Bλ. την ιστορική Διαλεκτική του Λόγου, των Χορκχαϊμερ-Αντόρνο, Ύψιλον Βλ. Fr. Neumann, H έννοια της πολιτικής ελευθερίας, Έρασμος.

6.     Βλ. Χ. Μαρκούζε, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, Παπαζήσης και Th. Adorno, Société…, Payot.

7.     Βλ. τα βιβλία μας, Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός και το υπό έκδοση δίτομο έργο μας, Σύγχρονη κριτική θεωρία και άνθρωπος.

8.     Επειδή το θέμα είναι δύσκολο και εκτεταμένο, βλ. τα βιβλία μας, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. ΙΙ, Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός και το υπό έκδοση δίτομο έργο μας, Σύγχρονη κριτική θεωρία και άνθρωπος.

9.     Βλ. ειδικότερα το βιβλίο, Métaphilosophie του  H. Lefebvre,  στο οποίο ο μεγάλος αυτός μαρξιστής φιλόσοφος δίνει μια σύνοψη της φρανφκουρτιανής μεταφιλοσοφίας, αλλά δυστυχώς με κάποια επίδραση από τον Χάϊντεγγερ και τον ώριμο Λούκατς.

10.  Βλ. J. Habermas, Connaissance et intérêt, Gallimard.

11.   Βλ. και   H. Lefebvre, Fétichisme…, Syllepse.

12.  Βλ. ακόμη και τα κείμενα του Πουλαντζά για το κράτος που είχαν μια μικρή επίδραση από την κριτική θεωρία, στο βαθμό που ξεπερνούσε κατά καιρούς τον Αλτυσέρ, και γενικότερα το αλτουσεριανό ιδεολόγημα περί υπερδομών, υπερπροσδιορισμού  και δήθεν επιστημονικότητας.

13.  Βλ. το ιστορικό βιβλίο του J. Ηabermas, Raison et légitimité, Payot, που και αυτό στην πορεία ξεχάστηκε.

14.  Βλ. Γ. Χάμπερμας, Αυτονομία, Ύψιλον.

15.  Βλ. J. Habermas, Théorie et praxis, Gallimant, τ. ΙΙ.

16.  Βλ. . J. Habermas, Théorie de l’agir communicationnel, Payοt, τ. ΙΙ.

17.   Βλ. το βιβλίο μας, Ιδεολογική κριτική και αισθητική, Praxis και το υπό έκδοση δίτομο έργο μας, Σύγχρονη κριτική θεωρία και άνθρωπος.

18.  Βλ. Th. Adorno, L’art et les arts, D. du Browers

19.   Εκδ. Παπαζήσης.

20.   Βλ. Th. Adorno, Dialectique négative, Payot.

21.   Bλ. Th. Adorno, Théorie esthétique, Klincksieck.

22.   Βλ. Α. Χάουζερ, Κοινωνική ιστορία της τέχνης, Κάλβος, τ. 4.

23.   Βλ. τα αντίστοιχα κεφ. στα κείμενά μας, Προς την μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός και το υπό έκδοση δίτομο έργο μας, Σύγχρονη κριτική θεωρία και άνθρωπος.

24.   Βλ. Ν. Ελίας, Η εξέλιξη του πολιτισμού, Νεφέλη.

25.   Ακολουθούμε  πάντοτε τη  μετάφραση-ερμηνεία των όρων αυτών του Χέγκελ και ιδίως του νεαρού Μαρξ από τον J. Hippolyte. Βλ. και άλλα σημεία αυτής της εργασίας.

26.   Βλ. Γ. Χάμπερμας,  Αυτονομία, Ύψιλον.

27.  Για το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της κυριάρχησης στη σημερινή εποχή δομικής κρίσης και της παγκοσμιοποίησης, βλ. το κείμενό μας, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός.

28.  Βλ. και ανάλυση για το κράτος (: «κράτος, η οργάνωση της κοινωνίας») του νεαρού Μαρξ από τον P. Naville, Le Nouvau Leviathan, Anthropos, τ. Ι.

29.  Ο Ησίοδος είχε και προσωπική εμπειρία οικογενειακής περιουσιακής αδικίας. Οπότε εναπόθεσε όλες τις ελπίδες του για μια δίκαιη κοινωνία στην ύπαρξη και εφαρμογή ή μη του δικαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου