Β. ΦΙΟΡΑΒΑΝΤΕΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ (ΚΡΙΤΙΚΗ) ΘΕΩΡΙΑ1* ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ – ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ
Όπως έχουμε αναφέρει1 ήδη αρκετές φορές, η μεγαλύτερη κατάκτηση στο χώρο των θεωρητικών επιστημών ήταν στο ΧΧο αι. η σύλληψη και η συγκρότηση της κριτικής κοινωνικής θεωρίας, ή κατά τον καθηγητή μας, τον Ο. Revault d’ Allonnes, της κριτικής θεωρίας της κοινωνίας2, αρχικά από τον Χορκχάϊμερ, στη συνέχεια και κυρίως από τον Αντόρνο και ακολουθούν οι Μπένζαμιν, Μαρκούζε και Χάμπερμας. Βάση και αναφορά του ιστορικού έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης, όπως αποκαλείται διαφορετικά αυτή η Σχολή, εκτός από το έργο του Μαρξ και ιδίως του νεαρού, αναγνωσμένου χεγκελιανά, ήταν το έργο του νεαρού Λούκατς, αισθητικό, φιλοσοφικό γενικότερα και κοινωνικό-κοινωνιολογικό, καθώς και η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόϋντ, η κριτική του πολιτισμού σύμφωνα με τον Φρόϋντ, ως συνέπεια και εφαρμογή της ψυχαναλυτικής θεωρίας του, τις οποίες μαρξικοποιούν, για να χρησιμοποιήσουμε ένα νεολογισμό, πάντοτε με κριτικό και συνάμα συνθετικό πνεύμα.
Η βασική πτυχή του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο ήταν η ανάδειξη της κρυμένης κοινωνικής διάστασης της σκέψης και στη θεωρία, η ανεύρεση και η προβολή της θεώρησης-θεωρητικοποίησης της κοινωνικής συνιστώσας της τέχνης, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία αποκτά έναν κεντρικό χαρακτήρα. Αν όμως δεν υπήρχε η όποια κοινωνική διάσταση, κατά την κριτική θεωρία, ήταν απόλυτα αναγκαίο να εισαχθεί δια της συνειδητής δράσης της πρωτοπορείας2*.
Συγχρόνως στην ίδια περίοδο ιδίως ο Αντόρνο, ο οποίος θεωρείται ως ο καλύτερος μαρξιστής της γενιάς του (καθόσον ο νεαρός Λουκατς συντηρητικοποιήθηκε για να γλυτώσει από τον Στάλιν), και στη συνέχεια πάντοτε των Κορς και Μπλοχ, το έργο των οποίων κατέχει άριστα, με βάση τη θεωρία της πραγμοποίησης του νεαρού Λούκατς προσθέτει στην όλη νέα κριτική θεωρητικοποίησή του την έντονη κοινωνική διάσταση του Κορς και το βαθειά φανταστικό-ουτοπικό πνεύμα του Μπλοχ. Ετσι αποπειράται μια ιστορικής σημασίας μεθοδολογική και επιστημολογική σύνθεση-επανάσταση3. Με επίκεντρο πάντοτε και αναφορά την χεγκελο-μαρξικο-λουκατσική ολότητα του όλου, ο Αντόρνο διαβλέπει ότι αυτή η ολότητα τείνει να γίνει περισσότερο κενό γράμμα, ένας «διαλεκτικός» φορμαλισμός. Από την άλλη, η αποστέωση του συστήματος, η κυριάρχηση ως κατάσταση κ.τ.λ. τείνουν να γενικευτούν και να παγιωθούν, και όλο και περισσότερο διαπερνούν τη σκέψη του αδύναμου πλέον ανθρώπου, έτσι ώστε τον αποτρέπουν από το να δράσει και ν’αντιδράσει, καταργώντας ουσιαστικά κάθε κοινωνική υπόσταση στο υποκείμενο ή στην υποκειμενικότητα. Έτσι με βάση τη μελέτη του έργου των αισθητικών πρωτοπορειών και την άμεση επαφή του με τον Σαίνμπεργκ και ιδίως τον Μπεργκ, ο Αντόρνο εισηγείται μια αποσπασματική, ακόμη και μικρολογική προσέγγιση του κοινωνικού είναι και γίγνεσθαι, το οποίο τείνει όλο και περισσότερο να γίνει μη γίγνεσθαι. Η σκέψη αναγκαστικά, αν θέλει «ν’αποφύγει την συμμαχία της με το σύστημα», όπως λέει ο ίδιος ο Αντόρνο, πρέπει να γίνει αποσπασματική, να πριμοδοτήσει το ιδιόμορφο, το αυθεντικό, και υπό την επίδραση του Μπένζαμιν, δίνει έμφαση και στο γνήσιο. Τώρα τι είναι αυτές οι καταστάσεις και πόσο υπάρχουν μέσα στον μονοπωλιακό ολικά αλλοτριωτικό καπιταλισμό, όπως λέει και ο ίδιος ο Αντόρνο, εκτός από το επίπεδο της απέλπιδας και επίμονης προσπάθειας των αισθητοκαλλιτεχνικών πρωτοποριών, είναι άλλο ζήτημα, και κατά την γνώμη μας καθαρή ευχή. Το σημαντικό όμως είναι ότι ο Αντόρνο, εκτός από το συστηματικά αντιαλλοτριωτικό κοινωνικό περιεχόμενο της πράξης και του έργου των αισθητοκαλλιτεχνικών πρωτοποριών, εισηγήθηκε για να μην πούμε ανακάλυψε μια νέα διαλεκτικο-μικρολογική κατά βάση πάντοτε λογική, με πρωταρχική συνιστώσα την αυτο-άρνηση και την αυτο-αναίρεση, η οποία υπάρχει σε όλη την έκταση του κειμένου. Πρόκειται για μια ανυπότακτη διαλεκτική και σε κάθε περίπτωση για μια προσπάθεια δημιουργίας μιας διαλεκτικής – ανανεωτικής λογικής με βάση την έννοια της αυτοάρνησης των Χειρογράφων4 του Μαρξ, την οποία επεκτείνει και της δίνει καθολική αξία και υπόσταση, ενώ ο Μαρξ μετά το 1848 κάπου την εγκαταλείπει…
Εγκαταλείπει δηλαδή τη μεγαλύτερη ίσως καινοτομία, ακόμη και επανάσταση που εισήγαγε ο ίδιος (Μαρξ) στην σκέψη, πριμοδοτώντας διάφορες διαλεκτικές, πάντα κατά αυτόν, έρευνες και μελέτες, με αποκορύφωμα το Κεφάλαιο5, αλλά παραμένει πάντα ζητούμενο η διαλεκτική υπόστασή τους, καθόσον λείπει το θεωρητικό, το κρίσιμο, το κομβικό στοιχείο της δομικής αυτο-άρνησης ή αυτο-αναίρεσης6. Με άλλα λόγια λείπει ο ίδιος ο άνθρωπος στη δραματική υπόστασή του μέσα στον καπιταλισμό. Και αυτό το κρίσιμο στοιχείο επανέρχεται με τον Αντόρνο, ανανεώνοντας επαναστατικά τη σκέψη, αλλά δυστυχώς χωρίς κοινωνικό υποκείμενο. Με μόνο υποκείμενο τις πρωτοπορείες της μοντέρνας τέχνης, όσο ήταν και αυτές υπαρκτές.
Μεταπολεμικά δε επέρχεται προοδευτικά και μια νέα αλλαγή στην κριτική σκέψη του Αντόρνο, ιδίως από το τέλος της δεκαετίας του 1950, όπως δείχνουν και τα κείμενά του, με τίτλο Société7…, προς την εγκατάλειψη ακόμη και της όποιας υπόθεσης αυτο-άρνησης και αυτο-αναίρεσης, υπό την επήρεια της όλο και πιο βαθειάς του απαισιοδοξίας, αλλά και της κατάστασης που θα βρει στη Γερμανία όταν επιστρέφει, όπου γρήγορα και αυτός μεταμορφώνεται σε έναν μανταρίνο του συστήματος. Η Αρνητική διαλεκτική8, η ιστορική αυτή πνευματική παρακαταθήκη, αν και με σοβαρές αντιφάσεις, καθόσον πολλά άλλαξαν στην εικοσάχρονη περίοδο της συγγραφής της, εκδίδεται όπως και πολλά άλλα ιστορικά κείμενα του Αντόρνο, αλλά η ημιτελής Αισθητική θεωρία9 του, λόγω του πρόωρου θανάτου του, εκτός της διάστασης της κριτικής της αλλοτρίωσης, είναι πλέον αρκετά αποκοινωνικοποιημένη.
Η τέχνη, και ειδικά η μοντέρνα, δεν είναι, ούτε ήταν για τον Αντόρνο μια ιδεατή κατασκευή. Ήταν κυρίως μια διαρκής προσπάθεια άρνησης και καταγγελίας της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, της αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης, της ορθολογικοποίησης και της κυριάρχησης. Κάθε της πράξη, κάθε της έργο, ακόμη και η ελάχιστη έκφραση της μοντέρνας τέχνης, σύμφωνα με την ιστορική εισαγωγή της Κοινωνιολογίας της μουσικής10 του Αντόρνο, ήταν η έκφραση, η κριτική αποτύπωση και το κριτικό κοινωνικό περιεχόμενο, συνήθως κρυμμένο (φετιχισμός), που αποκάλυπτε και αναδείκνυε η πρωτοπόρα πράξη της μοντέρνας καλλιτεχνικής πράξης. Στην Αισθητική θεωρία11 έχουμε μια αισθητική – αισθητιστική αγιοποίηση, εξειδίκευση της τέχνης, χωρίς καμία κοινωνική δυναμική. Η δυνατότητα ή ακόμη και η πιθανότητα αλλαγής της κοινωνίας του ύστερου πλέον καπιταλισμού είχε φύγει από τον ορίζοντα της σκέψης του Αντόρνο. Και αυτό παρά ένα νέο παγκόσμιο κίνημα από το 1966 της νεολαίας, την εξέγερση του Μπέρκλευ, του Μάη, μετά την εξέγερση του Ανατολικού Βερολίνου (1953), της Βουδαπέστης (1956), της Βαρσοβίας (1956) και της Πράγας (1968).
Από την άποψη αυτή, και κρατώντας το κοινωνικό περιεχόμενο, υπό την επήρεια του Χάουζερ12 και του Φίσερ13, την κοινωνική και ιδεολογική διάσταση υπό την επήρεια του Μαρκούζε14, όπως λέγαμε νέοι αγωνιστές, της τέχνης και των κοινωνικών φαινομένων ως βασικό καθήκον της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας, τη μόνιμη, αναγκαία και επιβαλλόμενη τότε τάση προς την αυτοάρνηση και την αυτοαναίρεση, στη σημερινή εποχή της κυριαρχίας της διαλυμένης και συνάμα διαλυτικής παγκοσμιοποίησης είναι απόλυτα αναγκαία η μετακριτική ανασυγκρότηση της κοινωνικής θεωρίας, με νεο-ανθρωπιστικούς, δηλαδή επαναστατικούς, απελευθερωτικούς όρους, σύμφωνα με το πνεύμα του νεαρού επαναστάτη Μαρξ, και πάντα υπό την οπτική της αναγκαίας και επιβαλλόμενης ανασυγκρότησης του σύγχρονου αισθητικού-κοινωνικού απελευθερωτικού προτάγματος3* με σύγχρονους όρους και με αναφοράς πάντοτε τα προγραμματικά κείμενα της ίδρυσης του Ινστιτούτου κοινωνικών ερευνών15.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1*. Κοινωνική θεωρία και όχι νεοκαντιανισμός σε μια από τις πολλές εκδοχές του. Κοινωνική θεωρία και όχι φρανκφουρναλογία διαφόρων πολυμαθών (érudits) φρανκφουρτολόγων. Κριτική θεωρία της κοινωνίας και όχι αοριστολογία. Κοινωνική δηλαδή θεωρία για την απελευθέρωση ή της απελευθέρωσης.
2*. Μεταπολεμικά, για λόγους που έχουμε εξηγήσει σε πολλά κείμενά μας (πχ στο Ιδεολογική κριτική και αισθητική, Praxis) η θέση αυτή, υπό την πίεση του καλπάζοντα νεοκαπιταλισμού, ο οποίος προοδευτικά διαλύει ή ενσωματώνει το υποκείμενο, διαφοροποιείται προς μια περισσότερο ή κυρίως κριτική ερμηνευτική της κοινωνίας και της τέχνης, εγκαταλείποντας κάθε ιδέα περί πράξης. Βλ. και το κείμενό μας, Μετακριτική ή φιλοσοφία της πράξης, …», Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ.Ι.
3*. Ως ένα βαθμό με τις μικρές μας δυνάμεις έχουμε εργαστεί ήδη προς αυτή την κατεύθυνση, πάντοτε διεπιστημονικά, όπως ήθελε ο Χορκχάϊμερ και επαναλαμβάναμε στις συζητήσεις μας με τον Μαρκή στο Ρέθυμνο, ως απαραίτητη προϋπόθεση να συλλάβουμε την κίνηση του σύγχρονου όλο και πιο σύνθετου και πολύπλοκου κοινωνικού όλου. Και εμείς μάλιστα τότε εισάγαμε μια νέα έννοια, την έννοια της κριτικής διεπιστημονικότητας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο των συζητήσεών μας αυτών με τον Μαρκή, στο Θεωρία πολιτισμού τ. Ι., Ψηφίδα. Αλλά, παρά την ανάγκη διαφύλαξης της αυτονομίας, όπως λέγαμε στην τελευταία συζήτησή μας με τον Μαρκή, ταξιδεύοντας με το αεροπλάνο από την Κρήτη στην Αθήνα, δεν νομίζουμε ότι ουσιαστικά ο Μαρκής έκανε κάτι το σοβαρό για να ωθήσει την κριτική θεωρία ένα βήμα μπροστά, παρά τις γνώσεις του, και παρά το γεγονός ότι το σπάνιο προνόμιο του να έχει μαθητεύσει κοντά στον Αντόρνο στη Γερμανία. Ούτε ποτέ λειτούργησε αυτόνομα. Ακόμη δεν ακολουθήσαμε τον Μαρκή στην ακατανόητη για εμάς πλατωνολογική περισσότερο spéculation του. Δυστυχώς παρά τις επίμονες προσπάθειές μας επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, το οποίο θα ερευνούσε συστηματικά τα δύσκολα, σύνθετα, αντιφατικά, πολύπλοκα κ.α. θέματα, που έθετε η παγκοσμιοποίηση, η συστημική κρίση κ.τ.λ. βρήκαμε κλειστές πόρτες. Ο περισπούδαστος εμπειρισμός των ιδεασμένων ψευτοαριστερών, μέσα σε ένα άκρως τοξικό περιβάλλον, βαραίνει στα μυαλά, για να παραφράσουμε τον Μαρξ. Έτσι συνεχίσαμε την ερευνητική προσπάθεια μόνοi και δημοσιεύσαμε δύο συλλ. Τόμους: Προς τη Νέα ανθρωπολογία, Αρμός 360 σελ. και Νέα Ανθρωπολογία και μοντέρνα τέχνη, Ζήτη, 460 σελ. και δύο δικά μας κείμενα, Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, 460 σελ. και Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός, 720 σελ. Παραμένει ακόμη ζητούμενο η σύγχρονη νεοανθρωπιστική ολική προσέγγιση, εννοείται πάντοτε αρνητικά καθορισμένη. Προς τούτο ετοιμάζουμε ένα νέο τόμο περίπου 800 σελ. και τη συμπληρωμένη επανέκδοση της μελέτης μας για τον Σκλάβο, που για εμάς είναι κομβικής σημασίας για να καταλάβουμε, όχι μόνο την καμπή προς την παγκοσμιοποίηση, αλλά και το σύγχρονο ιδεολογικό και πολιτισμικό κρανίου τόπο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Β. Φιοραβάντες, Ιδεολογική κριτική και αισθητική, Πράξις, Θεωρία πολιτισμού, Ψηφίδα, τ. Ι και ΙΙ, Εισαγωγή στην αισθητική, Παρουσία, Προς τη μεταπαγκοσμιοποίηση, Ζήτη, Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός.
2. Βλ. Β. Φιοραβάντες «Κριτική της τέχνης-Κριτική της Κοινωνίας. Η αισθητική του τέλους του ΧΧου αι. ο O. Revault d’Allonnes, συνεχιστής του Αντόρνο», στο Η εποχή της καθορισμένης άρνησης, Αρμός, σσ. 31-37.
3. Βλ. Th. Adorno, L’ actualité de la philosophie et autres essais, éd. Rue d’Ulm. Είναι δυστυχώς μεγάλο ατύχημα που δεν μπορούσαμε να καταγράψουμε πολλές σημαντικές εισηγήσεις στο Σεμινάριο αισθητικής της Σορβόνης, υπό τον O. Revault d’Allones και τις εξαιρετικά σημαντικές συζητήσεις που επακολουθούσαν κάθε Τετάρτη 8-10 το βράδυ, επί σειρά ετών. Πολλές σημειώσεις μας τις ξαναδουλεύσαμε και τις εμπλουτίσαμε, έτσι ώστε να δώσουμε το στίγμα του Σεμιναρίου, με βασικό θέμα κυρίως την αποσπασματικότητα της σκέψης του Αντόρνο, την άρνηση απέναντι στο σύστημα. Βέβαια ένα σημαντικό ακόμη μέρος των σημειώσεών μας μένει να το επεξεργαστούμε, για να μην χαθεί αυτό το εξαιρετικά σημαντικό επίπεδο των συζητήσεων, όπως γινόταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980-90, αλλά κυρίως το κλίμα του Σεμιναρίου, στο οποίο έχουμε αναφερθεί στα κείμενά μας κατ’ επανάληψη. Βλ. και αύτοθι. Βέβαια το γενικότερο κλίμα ήταν αυτό του τέλους του κινήματος του Μάη και της μεταπολίτευσης.
4. Εκδ. Δ. Βιβλιοθήκη. Βλ. και την νέα, και διορθωμένη ιστορική έκδοση του Ι. Μεσάρος, Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση, Κουκκίδα και Ε. Χομπσμπαούμ, Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο, υπ. «Μαρξ και Μαρξισμός, 1840-2011», Θεμέλιο, και ειδικά το Μέρος Α΄.
5. Βλ. Μετ. εκδ. Γ. Σκουριώτη.
6. Βλ. εκτός από το κείμενο του Μεσάρος που αναφέραμε πριν και Ρ. Βανεγκέμ, Η επανάσταση της καθημερινής ζωής, Άκμων.
7. Εκδ. Payot.
8. Eκδ. Payot.
9. Εκδ. Klincksieeck.
10. Eκδ. Contrechamps.
11. Ib. σημ. 9.
12. Βλ. Α. Χάουζερ, Κοινωνική ιστορία της τέχνης, Κάλβος.
13. Βλ. Ε. Φίσερ, Η αναγκαιότητα της τέχνης, Μπουκουμάνης.
14. Βλ. Χ. Μαρκούζε, Η αισθητική διάσταση, Παπαζήσης.
15. Bλ. Μ. Χoκχαϊμερ, Κριτική και παραδοσιακή θεωρία, Έρασμος και Τα καθήκοντα του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, Έρασμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου